Πέρασαν 32χρόνια από την ημέρα που το ελληνικό πεντάγραμμο έγινε φτωχότερο, χάνοντας έναν σπουδαίο δημιουργό, τον Γιώργο Ζαμπέτα.
Η μέρα, όμως, που “έφυγε” από τη ζωή, ο μοναδικός δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, η 10η Μαρτίου, έμελλε να στιγματίσει την οικογένειά του, καθώς 16χρόνια αργότερα, την ίδια μέρα, άφησε την τελευταία του πνοή και ο ο γιος του, Μιχάλης, χτυπημένος από τον καρκίνο, σε ηλικία μόλις 52 ετών.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.
Σε ηλικία μόλις 7 ετών, κέρδισε το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Παρά τις αντιδράσεις ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του το 1938 με το Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία.
Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας έγραψε τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές, όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α. Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν έναν μοναδικό «σόουμαν» στο χώρο.
Την επόμενη δεκαετία τα τραγούδια του γνώρισαν τεράστια επιτυχία, καθώς πραγματοποιούσε εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξίδευε και στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετείχε σε περισσότερες από 160 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, τη χρυσή εποχή του.
Η δεκαετία του ’60, άλλωστε, ήταν και η χρυσή εποχή του Ζαμπέτα. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του και ανέδειξε μεγάλες λαϊκές φωνές, ανάμεσα τους τη Βίκυ Μοσχολιού και την αξέχαστη Μανταλένα. Η τελευταία υπήρξε μόνιμη παρτεναίρ του στο πάλκο για περισσότερο από μια δεκαετία.
Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.ά. παρέμειναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος, σύμφωνα και με δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».
Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου, ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του: «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι, ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Δημήτρης Μητροπάνος: «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι, ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα»
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Ζαμπέτας έκανε στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κλπ. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό. Την ίδια δεκαετία έγραψε την «Αγωνία» που ερμήνευσε ο Τόλης Βοσκόπουλος η οποία τού χάρισε μεγάλη επιτυχία.
Τα χρόνια του ’80, δυστυχώς ο ίδιος πλέον δεν βρισκόταν μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του. Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Κατερίνας σε συνέντευξή της το 2017, λίγοι μόνο του συμπαραστέκονταν τότε. Ανάμεσά τους ο Μητσιάς, ο Ξενοφών Φιλέρης, η Μάρθα Βούρτση και η Μανταλένα.
Στις αρχές του 1992 δεν ένιωθε καλά και πονούσαν τα κόκκαλά του. Όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στις 10 Μαρτίου 1992, σε ηλικία 67 ετών.
Ο Δήμος Αιγάλεω τίμησε δύο φορές εν ζωή το μεγάλο συνθέτη σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1988 και το Σεπτέμβριο του 1990, ενώ και μια πλατεία της πόλης πλησίον του σπιτιού του φέρει το όνομά του.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας παντρεύτηκε το 1952 την Αργυρώ την οποία είχε γνωρίσει στα 15 της. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρίκα το 1953 και την Κατερίνα το 1954, καθώς και τον γιο του, τον Μιχάλη το 1956 ο οποίος ακολούθησε καριέρα τραγουδιστή.
Πηγή πληροφοριών: Wikipedia
Η βιογραφία του Ζαμπέτα, δια χειρός της κόρης του, Κατερίνας
Η Κατερίνα Ζαμπέτα, κόρη του αξέχαστου λαϊκού καλλιτέχνη μέσα από την βιογραφία που έγραψε για εκείνον με τίτλο «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» είχε ξαναζωντανέψει μαγικές στιγμές του παρελθόντος με πρωταγωνιστές ιερά τέρατα του καλλιτεχνικού κόσμου.
Το βιβλίο περιλάμβανε μοναδικές αφηγήσεις του ίδιου του Ζαμπέτα για διάφορες καταστάσεις που είχε ζήσει ο ίδιος μαζί με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες της χώρας μας. Σε ένα σημείο του βιβλίου αναφερόταν μεταξύ άλλων για τον Χατζιδάκι: «Μάντεψε ποιος ήρθε στο μαγαζί» είπε ο Ζαμπέτας μία μέρα στην γυναίκα του. «Ο Μανόλης ο Χατζιδάκις! Το φαντάζεσαι; Κάθησε σε ένα τραπέζι μόνος του και μας άκουσε πολύ προσεκτικά. Ξέρεις, αυτός έχει σπουδάσει μουσική, αλλά τώρα τον βλέπω να σπουδάζει την μπουζουκοκατάσταση και την μπουζουκοϊστορία. Μου φαίνεται πως μας γουστάρει πολύ!».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο Ζαμπέτας περιέγραφε την πρώτη φορά που άκουσε στο πιάνο το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά»: «Ε την άλλη μέρα να τ’ απόγευμα να πούμε, ξεκίνησα, πήγα με το μπουζούκι μου στο σπίτι του Μανόλη. Πάμε σε ένα σπίτι, Λεωφόρο Αμαλίας. Σ’ ένα σπίτι ψηλό, σ’ενα παλιό αρχοντικό, ανεβήκαμε απάνω “καλώς τον Γιώργο”, μου λέει ο Μανόλης. Πάμε μέσα, ήτανε πολλοί μαζεμένοι. Αλλά εμένανε με πήρε και μ’έβαλε μέσα εκεί που υπήρχε ένα πιάνο. Και κάθεται με το πιάνο, βγάζω και κι εγώ το μπουζούκι κι αρχινάει να παίζει. Και μου παίζει “Τα παιδιά του Πειραιά”. Αυτό ήτανε. Του λέω, κάτσε να το μάθω. Μία, δύο, τρεις να πούμε, το πέρασε, το παίζα. “Μπράβο ρε Μανόλη} του λέω. “Μπράβο ρε Μανόλη. Ωραίο πράγμα”, του λέω, “Πως έτσι; Σ’αρέσει;”μου λέει. “Τι λες ρε Μανόλη του λέω; εκατομμύρια δίσκοι!”. Το προαίσθημα ήταν προφητικό.»