Στην Λέσβο γνώριζαν άπαντες αυτή την ιδιαίτερη φιγούρα. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς με πειστικότητα πως καμάρωναν ιδιαίτερα που βρισκόταν ανάμεσά τους – πάντα βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Εδώ που τα λέμε βέβαια, άνθρωποι όπως εκείνη (γυναίκα δήλωνε άλλωστε, άσχετα αν εκλαμβανόταν διαρκώς και μονότονα ως άντρας) δεν θα μπορούσε να στεριώσει εύκολα πουθενά. Βλέπετε η Δήμητρα (που ωστόσο πάντα εκλαμβανόταν ως Δημήτρης) υπήρξε ένα τρανς άτομο. Και τα τρανς άτομα μπορούν με βεβαιότητα να το επιβεβαιώσουν: μόνο στις μεγαλουπόλεις, εκεί όπου πιο εύκολα δομούνται κοινότητες του περιθωρίου, μπορούν να ζήσουν όπως το επιθυμούν. Όχι χωρίς καθόλου προβλήματα και εκεί πάντως…
Πανελλαδικά, η Δήμητρα έγινε ευρέως γνωστή τα τελευταία χρόνια. Αρχικά αναδείχθηκε μέσω της επιμονής της Πάολα Ρεβενιώτη, της πιο παλιάς και αναγνωρίσιμης τρανς γυναίκας της Ελλάδας, η οποία το έχει μεράκι να σκαλίζει, να ξετρυπώνει και να αναδεικνύει υπάρξεις του περιθωρίου – άλλωστε και η ίδια η Πάολα είναι ένα περήφανο μέλος του περιθωρίου. Στη συνέχεια, την ανακάλυψαν η Καναδή Rory Aurora Richards και ο Σουηδός Torbjörn Stenberg, εθελοντές υπέρ των προσφύγων και οι δύο στη Λέσβο. Της πήραν συνέντευξη, δημιούργησαν ένα μίνι ντοκιμαντέρ για αυτή, ο κόσμος έμαθε την ιστορία της. Όχι πως αυτό έχει τόση σημασία.
Βλέπετε η Δήμητρα δεν ήθελε ντε και καλά να γίνει γνωστή. Δεν επιζητούσε αναγνωρισιμότητα, επιρροή, θαυμαστές. Οριακά, ακόμα και το γεγονός ότι άπειρα βλέμματα συμπάθειας την αντιλήφθηκαν ως μια γραφική τουριστική φιγούρα της Λέσβου, μάλλον θα ήταν επιβαρυντικό για εκείνη. Η Δημήτρη ήθελε απλά να ζει όπως επιθυμούσε. Και αυτό που επιθυμούσε ήταν να απλά να ζει ως γυναίκα. Ήσυχα, ειρηνικά, χωρίς τα βλέμματα να την καρφώνουν διαρκώς, χωρίς ψυχολογική ή άλλου είδους βία. Ήθελε απλά να ζει όπως γούσταρε.
Από τις 6 Απριλίου η «Δήμητρα της Λέσβου» είχε εξαφανιστεί. Ζούσε σε ψυχιατρείο. Δημοσιεύματα λένε πως έπεσε θύμα τροχαίου και ο οδηγός εγκατέλειψε το σώμα της, το οποίο εν τέλει αναγνωρίστηκε από τον αδερφό της. Η Δήμητρα πέθανε όπως έζησε: μόνη. Δεν της αναγνωρίστηκε ποτέ το δικαίωμα να είναι ό,τι επιθυμεί. Η απόπειρά της άλλωστε να ζήσει στην Αθήνα όταν ήταν νέα τερματίστηκε απότομα όταν η πολυαγαπημένη μητέρα της αρρώστησε και επέστρεψε στο νησί της για να την φροντίσει και να μείνει μαζί της.
Η αγάπη για την μητέρα της την εγκλώβισε σε ένα περιβάλλον όπου η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Στην Αθήνα θα μπορούσε να είχε γνωρίσει ανθρώπους σαν αυτοί, ανθρώπους που ερωτεύονται και ποθούν ανθρώπους σαν αυτή, θα μπορούσε να είχε γνωρίσει την αγάπη, τον έρωτα, την συντροφικότητα, την αλληλεγγύη. Όμως δεν έζησε τίποτα από αυτά. Υπήρξε πάντα ξένη. Πάντα στο επίκεντρο διάφορων κουτσομπολιών. Επιθυμούσε μόνο εγκεφαλικά: το σώμα της δεν είχε δυνατότητα να πραγματοποιήσει εκείνα που το μυαλό επίτασσε. Καλά-καλά, δεν είχε δικαίωμα στο σώμα της.
Το αμάξι που πιθανότατα της αφαίρεσε τη ζωή, μάλλον δεν την στόχευσε επίτηδες. Μάλλον έπεσε θύμα κακοτυχίας. Όμως δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία. Διότι έτσι κι αλλιώς, η Δήμητρα έπεσε θύμα δολοφονίας. Πολύ πριν πεθάνει υπήρξε το θύμα ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχθεί πως ορισμένες υπάρξουν ζουν και έχουν δικαίωμα να ζουν μακριά από δίπολα και μανιχαϊσμούς. Θα έπρεπε άπαντες να λυπούνται για τον θάνατο της Δήμητρας. Ίσως πολλοί που δεν την αποδέχθηκαν όσο ζούσε πράγματι να λυπήθηκαν. Πλέον όμως δεν έχει σημασία. Οι ειλικρινείς φωνές λύπης για τον θάνατο αυτό είναι μόνο όσες είχαν λυπηθεί για το τρόπο που εξελίχθηκε μια ζωή.
Πηγή menshouse