32 μέρες μετά το έγκλημα στα Γλυκά Νερά οι αρχές παραμένουν σε αδιέξοδο. Είναι τόσα πολλά τα κενά που καλούνται να συμπληρώσουν στο παζλ της υπόθεσης που κάθε πρόβλεψη για την έκβασή της θα είναι παρακινδυνευμένη.
Στο σημερινό ρεπορτάζ του το «Βήμα» αποκαλύπτει τα σημεία στα οποία έχουν εστιάσει οι αστυνομικοί του τμήματος ανθρωποκτονιών προκειμένου να ξεδιαλύνουν το μυστήριο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας οι αξιωματικοί προσπαθούν να απαντήσουν σε 20 κρίσιμα ερωτήματα, με τα 2 εξ αυτών να είναι τα πιο σημαντικά:
«Γιατί οι δράστες της εν ψυχρώ δολοφονίας της 20χρονης, αν και είχαν προχωρήσει σε σχετική προεργασία ώστε να προσεγγίσουν κρυφά τη μεζονέτα και να μην καταγραφούν από τις κάμερες, ήταν τόσο απροετοίμαστοι που δεν έφεραν μαζί τους έστω ένα ρολό κολλητικής ταινίας, ένα σκοινί, ένα δεματικό ή άλλο υλικό για να δέσουν τους ενοίκους του σπιτιού;
Γιατί οι δράστες μετακίνησαν με εξαιρετική προσοχή μόνο το κουτί της Μονόπολης που περιείχε 11.500 ευρώ από μια ολόκληρη στοίβα βιβλία και παιχνίδια σε βιβλιοθήκη, χωρίς να σκορπίσουν γύρω κανένα άλλο αντικείμενο, όπως συμβαίνει συνήθως σε άλλες ληστρικές επιθέσεις, διαρρήξεις;
Γιατί η εν λόγω ληστρική επίθεση έχει τόσο σημαντικές διαφορές με άλλες που έχουν σημειωθεί στην Αττική τα τελευταία χρόνια, όπως εκείνη στο Αλεποχώρι σε βάρος ενός εκπαιδευτή πιλότων, όπου εκείνοι οι δράστες όχι μόνο είχαν δεματικά για να δέσουν τα θύματά τους και τους είχαν πάρει τα κινητά αλλά είχαν κλέψει και… φορτηγό αυτοκίνητο;
Μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία στη διερεύνηση της εγκληματικής ενέργειας η κατάθεση (από τα πρώτα 24ωρα) της συμβούλου του ζευγαριού, Ελένης Μυλωνοπούλου, η οποία αναφέρθηκε πάντως σε κάποια προβλήματα (περιγράφηκαν ως “μεσαίου βεληνεκούς”) που αντιμετώπιζε το ζευγάρι που την επισκέφθηκε περίπου 10 φορές στο γραφείο της από τον Οκτώβριο έως τον περασμένο Ιανουάριο;
Υπήρχε η πιθανότητα η μεζονέτα των Γλυκών Νερών να στοχεύθηκε λόγω ίσως μερικών αναφορών της 20χρονης (όπως έχει κατατεθεί), η οποία μιλούσε σε άτομα που γνώριζε για τα ταξίδια της, την καλή οικονομική κατάστασή της ή αυτό δεν έχει τελικά καμία αξία στη διερεύνηση της υπόθεσης»;