Του Bruce Y. Lee
Πιστεύετε ότι έχετε αναπτύξει “γραμμή άμυνας” απέναντι στη νόσο Covid-19 που προκαλεί ο κορονοϊός και ότι δεν χρειάζεται να εμβολιαστείτε μόνο και μόνο επειδή έχετε ήδη νοσήσει; Μην είστε τόσο σίγουροι, ασχέτως με αυτά που ακούγονται. Μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην ιατρική επιθεώρηση Emerging Infectious Disease διαπίστωσε ότι το 36% όσων επιβεβαιωμένα μολύνθηκαν από τη νόσο Covid-19 δεν διέθεταν στο αίμα τους αντισώματα κατά του σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου που προκαλεί ο νέος κορονοϊός (SARS-CoV-2).
Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσοστό και αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη ότι πρέπει να κάνουν το εμβόλιο κατά του κορονοϊού ακόμη και αυτοί που έχουν ήδη νοσήσει.
Στο πλαίσιο της μελέτης, η ερευνητική ομάδα -με επικεφαλής τον Weimin Liu, MD και πρώτο συγγραφέα της μελέτης, και η Beatrice Hahn, MD από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια- ήλεγξε δείγματα αίματος από 72 άτομα που είχαν βρεθεί θετικά στον κορονοϊό μετά τη διεξαγωγή RT-PCR τεστ. Όλοι τους εκτός από 2 άτομα εμφάνισαν συμπτώματα, ενώ 13 (18%) εξ αυτών νόσησαν ήπια, 48 (67%) μέτρια και εννέα (12%) νόσησαν σοβαρά. Ο έλεγχος των δειγμάτων αίματος πραγματοποιήθηκε τουλάχιστον τρεις εβδομάδες αφότου οι συμμετέχοντες δεν είχαν πλέον συμπτώματα της νόσου.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη, μόνο 46 από τους 72 συμμετέχοντας είχαν ανιχνεύσιμα αντισώματα κατά της πρωτεΐνης ακίδας του κορονοϊού στο δείγμα αίματός τους. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τον αριθμό των ανιχνευθέντων αντισωμάτων, τα οποία κυμαίνονταν από 182 έως 312.500 αντισώματα. Αντίστοιχα ήταν τα αποτελέσματα για τα αντισώματα που διέθεταν στην περιοχή δέσμευσης του υποδοχέα (RBD) καθώς και έναντι του νουκλεοκαψιδίου (N) του κορονοϊού. Τέλος, το 26 (36%) των συμμετεχόντων διαπιστώθηκε ότι παρέμειναν οροαρνητικοί, γεγονός που σημαίνει ότι ουδέποτε ανέπτυξαν αντισώματα, παρότι ελέγχθηκαν πολλά δείγματα αίματος για κάθε συμμετέχοντα.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι εκείνοι που δεν ανέπτυξαν αντισώματα ήταν κατά μέσο όρο 10 χρόνια νεότεροι από όσους είχαν στο αίμα τους εξουδετερωτικά αντισώματα. Η μελέτη αποκάλυψε επίσης ότι τα άτομα που είχαν χαμηλότερο ιικό φορτίο του κορονοϊού στην αναπνευστική οδό ήταν λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν αντισώματα.
Παρόμοιες μελέτες
Βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι μια μελέτη που αφορά 72 συμμετέχοντες πιθανότατα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστική ενδεικτική. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη μελέτη η οποία διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που νόσησαν από τον κορονοϊό πιθανότατα να μην αναπτύσσουν αντισώματα.
Για παράδειγμα, δημοσίευση στην ιατρική επιθεώρηση EClinical Medicine του The Lancet, αναφέρει ότι το 5% σε σύνολο 698 ανθρώπων στο Ισραήλ παρέμειναν οροαρνητικοί παρότι βρέθηκαν θετικοί στον κορονοϊό. Έτερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Infectious Diseases, διαπίστωσε ότι το αντίστοιχο ποσοστό των οροαρνητικών ήταν ακόμη υψηλότερο (20%) σε ομάδα Νεοϋορκέζων ασθενών. Επίσης, μελέτη από τη Γερμανία που δημοσιεύτηκε στην Journal of Clinical Virology κάνει λόγο για ένα εντυπωσιακό ποσοστό οροαρνητικών της τάξης του 85%.
Γιατί είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός
Φυσικά, τα αντισώματα δεν είναι το μόνο μέτρο ανοσολογικής προστασίας έναντι του SARS-CoV-2. Με άλλα λόγια, η έλλειψη αντισωμάτων δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν διαθέτετε καμία απολύτως προστασία έναντι του κορονοϊού. Ακόμη και χωρίς ανιχνεύσιμα αντισώματα, το ανοσοποιητικό σας σύστημα μπορεί να διαθέτει άλλες άμυνες. Αλλά η έλλειψη αντισωμάτων υποδηλώνει ότι μπορεί να είστε πιο ευάλωτοι.
Όλα τα παραπάνω, δεν προκαλούν φυσικά έκπληξη. Άλλωστε, παρότι η νόσηση από κορονοϊό σίγουρα δεν αποτελεί μια ευχάριστη εμπειρία, δεν εξίσου κακή εμπειρία για όλους. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων αλλά και των προβλημάτων που προκαλεί η νόσος Covid-19 μπορεί να διαφέρει σημαντικά. Κάποιοι περνούν τη νόσο ασυμπτωματικά, ενώ κάποιοι άλλοι εμφανίζουν σοβαρές επιπλοκές που μπορούν να καταλήξουν ακόμη και στην απώλεια της ζωής τους. Επίσης, και η διάρκεια των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει πολύ. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι και η προκύπτουσα ανοσοπροστασία θα διαφέρει σημαντικά.
Επομένως, το να βασίζεται κάποιος αποκλειστικά στην υποτιθέμενη ανοσοπροστασία που έχει αναπτύξει από την προηγούμενη νόσησή του από τον κορονοϊό, είναι σαν να βασίζεται αποκλειστικά στην εμφάνισή του όταν πηγαίνει σε ένα ραντεβού ή σε μια συνέντευξη για δουλειά.
Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να μείνει εκτεθειμένος και ο βαθμός της έκθεσής του μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, καθώς και άλλοι εμπειρογνώμονες του τομέα Υγείας, συνεχίζουν να συστήνουν τον εμβολιασμό ανεξαρτήτως εάν κάποιος έχει νοσήσει ήδη από κορονοϊό.
Όπως έχω ξαναγράψει στο Forbes, ένας ακόμη λόγος για να εμβολιαστεί κανείς είναι γιατί δεν ξέρει πόσο μπορεί να διαρκεί η φυσική ανοσία.
Αντίθετα, τα εμβόλια κατά του κορονοϊού παρέχουν πολύ πιο ελεγχόμενη και σταθερή έκθεση στην πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2. Παρότι δε, και οι ανοσολογικές αντιδράσεις από το εμβόλιο μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, οι κλινικές δοκιμές έχουν να επιδείξουν στοιχεία από χιλιάδες άτομα που έχουν κάνει τα εμβόλια και παρακολουθούνται. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές μπορούν να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το είδος της ανοσολογικής προστασίας που μπορούν να προσφέρουν τα εμβόλια. Με άλλα λόγια ο εμβολιασμός είναι πολύ πιο πιθανό να σας εξασφαλίσει την πολυπόθητη ανοσοπροστασία από αυτήν που μπορεί, ή δεν μπορεί, να προσφέρει η φυσική νόσηση.