Θετικός στον κορονοϊό βρέθηκε σήμερα ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, κατά τον καθημερινό προληπτικό έλεγχο, πριν την είσοδο στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης έχει ήπια συμπτώματα και ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του εξ αποστάσεως.
Οι δηλώσεις του για την κρίση στην Ουκρανία την Παρασκευή
Για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, την στάση της Ελλάδας, τις επιπτώσεις και για το ενδεχόμενο συνάντησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μίλησε ο Υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης το πρωί της Παρασκευής.
«Η Ελλάδα θα σταθεί με την Ελευθερία, θα σταθεί με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Αυτού του τύπου οι διαβαθμίσεις τις οποίες υπαινίσσεται ένα μέρος του πολιτικού συστήματος, ότι θα ενισχύσουμε την Ουκρανία χωρίς όμως να παρέχουμε μια πλήρη στήριξη, είναι ένα λάθος αρχής και ένα εθνικό σφάλμα», τόνισε, μιλώντας στην ΕΡΤ1 εξηγώντας συγχρόνως το «γιατί»:
«Είναι ένα λάθος αρχής διότι αγνοεί το γεγονός ότι αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα, όπως όλες οι συμμαχικές χώρες στη Δύση, έχουν νομική υποχρέωση να παράσχουν αυτήν τη βοήθεια, και για το λόγο αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών έχει παράσχει τόσο ανθρωπιστική βοήθεια όσο και αμυντικό πολεμικό υλικό. Το δεύτερο που έχει μεγαλύτερη εθνική αξία, είναι το γεγονός ότι όταν προσφέρεις μια τέτοιου τύπου διαβαθμισμένη βοήθεια, έχεις βάλει μια αρνητική υποθήκη για το μέλλον. Δυστυχώς εμείς βρισκόμαστε σε μια γεωγραφική θέση που πάντοτε είμαστε ευάλωτοι σε κινδύνους, είμαστε μια χώρα η οποία αμύνεται για τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Για το λόγο αυτό θέλουμε να είμαστε πάρα πολύ σαφείς και να εκπέμψουμε ένα μήνυμα προς όλους: ότι, εάν χρειαστεί, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει μία πλήρη στήριξη. Και πλήρη στήριξη έχεις μόνο όταν σε ανάλογες περιπτώσεις έχεις και εσύ στηρίξει τον αμυνόμενο, εκείνον ο οποίος υπερασπίζεται την κυριαρχία του, την ελευθερία του».
Ευκαιρίας δοθείσης, ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε πως «η Ελλάδα δεν πρόκειται να εμπλακεί πολεμικά στη σύρραξη στην Ουκρανία, με ένοπλο σώμα δεν πρόκειται να εμπλακεί», ωστόσο, από την άλλη πλευρά, «έχουμε πλήρη υποχρέωση να παρέχουμε υλικό, και αμυντικό, προς την Ουκρανία».
Ταυτόχρονα, επεσήμανε, «η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, η οποία διατήρησε σε όλες τις μεγάλες πόλεις προξενικά κέντρα, και στην Οδησσό και στο Κίεβο και στη Μαριούπολη. Είμαστε η μόνη χώρα που οργάνωσε συγκροτημένα τρεις επιχειρήσεις για την έξοδο των Ελλήνων που ενδιαφέρονταν να βγουν», αν και, συμπλήρωσε, «η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων ομογενών επέλεξε να παραμείνει στη χώρα σταθμίζοντας και τους κινδύνους που έχει μια τέτοια μετακίνηση». Ενώ διαβεβαίωσε ότι η χώρα μας θα υποδεχθεί με τον τρόπο που προσιδιάζει το προσφυγικό κύμα, δίνοντας σε πρώτη φάση άδεια παραμονής για ένα χρόνο, επιπλέον θα υπάρξει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την εργασιακή απορρόφηση των ανθρώπων που θα έρθουν ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους.
Αναγκαία η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, αλλά υπό όρους
Ερωτηθείς για τα διπλωματικά κέρδη της ‘Αγκυρας, ο υπουργός Επικρατείας εκτίμησε ότι «διπλωματική αναβάθμιση της Τουρκίας δεν υπάρχει». Εξάλλου, επιχειρηματολόγησε, «επέλεξε μια αμφίθυμη στάση, η οποία προσπαθεί να ακροβατεί ανάμεσα στα δικά της πολιτικά, διπλωματικά οφέλη και σε εκείνο που η Δύση έχει επιλέξει, δηλαδή την επιβολή των αυστηρών κυρώσεων. Δεν είναι η ορθή στάση αλλά η ίδια η Τουρκία είναι εκείνη που θα το κρίνει».
Στο ζήτημα της ενδεχόμενης συνάντησης των δύο ηγετών, Ελλάδας και Ρωσίας, ο υπουργός Επικρατείας επικαλέστηκε τη θέση του πρωθυπουργού, ότι «θα πρέπει να διατηρούμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία. Η συνάντηση που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μεταξύ των ηγεσιών των δύο χωρών είναι αναγκαία, η γεωγραφία μας δεσμεύει».
Άλλωστε, πρόσθεσε, υπάρχουν πολλά ζητήματα ανοιχτά που θα μπορούσαν να προωθηθούν, «μια πιο θετική ατζέντα που έχει να κάνει ενδεχομένως με την ενέργεια, τον τουρισμό, την πολιτική προστασία. Ο διάλογος είναι πάντοτε χρήσιμος, αλλά θα πρέπει να τηρείται πάντα η βασική προϋπόθεση κάθε καλόπιστου διεθνούς διαλόγου, που είναι η πίστη στη βάση του διεθνούς δικαίου και η παραίτηση από την οποιαδήποτε αναθεωρητική στρατηγική -κι αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο».
Και, εν συνεχεία, «η στάση της Ελλάδας προσδιορίζεται από το ότι εμείς στεκόμαστε απέναντι σε οποιαδήποτε αναθεωρητική προοπτική στην Ευρώπη και ιδίως στη γειτονιά μας. Το διεθνές status quo είναι αυτό που διασφαλίζει την ειρήνη, παγκόσμια και περιφερειακή, αυτή είναι η βάση της συζήτησής μας. Ο,τιδήποτε αναθεωρεί αυτό το από μακρού χρόνου πλαίσιο της διεθνούς διπλωματίας είναι επικίνδυνο για όλους μας».
Το μήνυμα προς τη ρωσική πρεσβεία
Κληθείς να σχολιάσει την τελευταία ανάρτηση της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα με τις συστάσεις προς τους Ρώσους πολίτες που ζουν στη χώρα μας, ο Γ. Γεραπετρίτης σημείωσε ότι «σε ένα πολιτισμένο κράτος με σεβασμό στο κράτος δικαίου και στο διεθνή ανθρωπισμό, δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος για πολίτη οποιασδήποτε χώρας στο μέτρο που δεν προβαίνει σε επιθετικές ενέργειες κατά της χώρας». Κατηγόρησε δε, τη ρωσική πρεσβεία ότι «έχει μια μονομέρεια στον τρόπο που αντιμετωπίζει τον πόλεμο, είναι η επιτιθέμενη χώρα, εκείνη η οποία βάλλει κατά της διεθνούς ειρήνης. Δυστυχώς κάθε πόλεμος έχει αυτού του τύπου τις στρεβλώσεις, ο επιτιθέμενος εμφανίζεται ως ο ηθικά δικαιωμένος».
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, υπογράμμισε τις ενέργειες του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο «έχει επιδείξει μια πάρα πολύ υπεύθυνη στάση από την αρχή αυτής της σύρραξης, έχοντας το βλέμμα στη διασφάλιση πρωτίστως της ελληνικής ομογένειας και της διεθνούς τάξης και ειρήνης», ενώ έχει ήδη προβεί σε ενέργειες και προς τη ρωσική πρεσβεία, με την παράλληλη διαπίστωση ότι «η όποια στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και στο μέτρο που μπορώ να ερμηνεύσω, και συνολικά της Δύσης, δεν στρέφεται κατά του ρωσικού λαού αλλά κατά της ρωσικής κυβέρνησης και μόνον».
Συνειδητή επιλογή για παράπλευρες απώλειες
Για την εξέλιξη του πολέμου, ο Γ. Γεραπετρίτης φάνηκε απαισιόδοξος λέγοντας ότι «κάθε μέρα που περνά, δημιουργεί ένα μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλους, κι αυτό γιατί καθίσταται πιο δύσκολη η εύσχημη έξοδος της Ρωσίας από αυτήν τη διελκυστίνδα», ενώ μεγαλώνει και το προσφυγικό ρεύμα. «Θα πρέπει να διασφαλίσουμε πρωτίστως την κατάπαυση του πυρός, την ασφαλής δίοδο για όλους τους πολίτες που θα επιλέξουν την έξοδο από την Ουκρανία και κυρίως θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξουν επιθέσεις σε αμάχους», ήταν οι τρεις στόχοι που έθεσε, απευθύνοντας μομφή, στο σημείο αυτό, στην επιτιθέμενη πλευρά: «Δεν πρόκειται για μια απλή στόχευση στρατηγικών στόχων αλλά για μια, κατά την άποψή μου, συνειδητή επιλογή να υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες αναγνωρίζοντας αυτό το ενδεχόμενο. Όταν στρέφεσαι κατά στρατηγικών στόχων που έχουν και οικιστικό χαρακτήρα, αποδέχεσαι το ενδεχόμενο να έχεις προσβολή αμάχων -και αυτό είναι κάτι εντελώς ανεπίτρεπτο στο σύγχρονο διεθνή ανθρωπισμό».
Στο θέμα της οικονομίας, «όλοι προβληματιζόμαστε από τις οικονομικές συνέπειες, βεβαίως θα υπάρξουν οικονομικές συνέπειες», ξεκαθάρισε στην εισαγωγική του φράση προσθέτοντας ότι «έχει κόστος το ότι στεκόμαστε με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας, με το διεθνή ανθρωπισμό, ότι παρέχουμε την αναγκαία βοήθεια στην Ουκρανία. Όλη η Ευρώπη, όλη η οικουμένη θα έχει ένα οικονομικό βάρος από την επιλογή, που όμως είναι η σωστή επιλογή μακροπρόθεσμα».
Αναφερόμενος στη διεθνή πρωτοβουλία που πήρε η ελληνική κυβέρνηση, δια του πρωθυπουργού, έτσι ώστε να υπάρξει στήριξη ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ενεργειακό κόστος», υπογράμμισε την πρώτη μέριμνα της κυβέρνησης, που είναι να υπάρχουν επαρκή αποθέματα: γι’ αυτό «ήδη προς την κατεύθυνση αυτή έχει υπάρξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αναβάθμιση των αποθεμάτων μέσω υγροποιημένου φυσικού αερίου, τη δυνατότητα να τεθούν σε λειτουργία εφεδρικά εργοστάσια, αλλά ακόμη και να λειτουργήσουν εργοστάσια με φυσικό αέριο σε πετρέλαιο».
Κάνοντας, δε, λόγο για «άνευ προηγουμένου αύξηση τιμών», υπενθύμισε ότι «έχουν δοθεί μέχρι στιγμή περίπου 2 δισ. τους τελευταίους μήνες μόνο για τη στήριξη στο ενεργειακό κόστος. Δεν είναι αρκετό», αναγνώρισε, αλλά «είναι μια βοήθεια που μπορούμε να δώσουμε στο πλαίσιο του δημοσιονομικού χώρου».