Μνήμες της ζοφερής κατάστασης που επικρατούσε στην αγορά εργασίας την προηγούμενη δεκαετία, ξυπνούν με την άνοδο του πληθωρισμού, την εκτόξευση του κόστους ενέργειας, αλλά και την κατακόρυφη αύξηση των τιμών των προϊόντων.
Κι ενώ πριν από περίπου έναν μήνα όλοι συζητούσαν για την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μάϊου, τη δραστική μείωση της ανεργίας που θα έπεφτε πιθανότατα τους προσεχείς μήνες σε μονοψήφιο αριθμό, αλλά και την πιθανή μονομερή απόφαση της κυβέρνησης για «ξεπάγωμα» των τριετιών προϋπηρεσίας για όλα τα μισθολογικά κλιμάκια, ξαφνικά ο εφιάλτης των λουκέτων και της ευέλικτης μορφής απασχόλησης ξαναχτυπά την πόρτα επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Όπως επισημαίνει στο «Mononews» ο δικηγόρος- εργατολόγος Γιάννης Καρούζος «Σε μια οικονομία που δεν έχει ξεκινήσει να συνέρχεται από το βαθύ σοκ της πανδημίας του κορονοϊού, η πληθωριστική έξαρση και η επακόλουθη κορύφωση της ακρίβειας αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώνουν ένα επαπειλούμενο ζοφερό τοπίο στην αγορά εργασίας».
Σύμφωνα με καθημερινές πλέον καταγγελίες εργαζομένων, πολλοί επιχειρηματίες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο υπέρογκο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων τους και στη μειωμένη ζήτηση λόγω της αύξησης της τιμής των προϊόντων τους, προσφεύγουν στη μείωση του μισθολογικού κόστους με μεταβολή των μισθολογικών απολαβών, με μετατροπή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους από πλήρεις σε ευέλικτες μορφές και με διακοπή για κάποιο χρονικό διάστημα του κύκλου εργασιών της επιχείρησης.
Ήδη, η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ το 46% των μισθωτών στην χώρα μας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή που η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, όταν για παράδειγμα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης οι αυξήσεις κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.
Το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια της αγοραστικής δύναμης, η οποία ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια θα ήταν 12,3%, σύμφωνα με το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ.
Όπως αναφέρει ο κ. Καρούζος «Το 34% του ενεργού εργατικού δυναμικού καλείται να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του με λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα, με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων να έχει περιοριστεί έως και 14%. Πολλά βασικά είδη διατροφής, ένδυσης ή καθαριότητας υπερβαίνουν την αγοραστική ευχέρεια του 1/3 του εργαζόμενου πληθυσμού. Παράλληλα, ο πληθωρισμός «καλπάζει» στο 7 και το 8% δημιουργώντας μια σκληρή οικονομική πραγματικότητα».
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, οι επιχειρηματίες ατενίζοντας με αβεβαιότητα το μέλλον, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία που βρίσκεται σε εξέλιξη, προχωρούν σε παρεμβάσεις, προκειμένου να επιβιώσουν και εξασφαλίσουν ρευστότητα όπως:
Εκ περιτροπής εργασία – Πολλές επιχειρήσεις καταφεύγουν στην εκ περιτροπής εργασία, ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, που συνίσταται σε εργασία λιγότερων ημερών κατά την εβδομάδα ( 1-2 ημέρες), λιγότερων εβδομάδων κατά τον μήνα ή λιγότερων μηνών κατ’ έτος, με ανάλογη μείωση των αποδοχών τους. Η εκ περιτροπής εργασία εισάγεται είτε με συμφωνία των μερών οποτεδήποτε είτε με μονομερή απόφαση του εργοδότη υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Πάντως, η μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής εργασία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 9 μήνες κατά έτος. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι απαιτείται οπωσδήποτε ουσιαστική διαβούλευση, καθώς και εξασφάλιση ενός ελάχιστου εγγυημένου αξιοπρεπούς εισοδήματος με ανάλογο χρόνο απασχόλησης.
Επιδόματα σε είδος – Αρκετές επιχειρήσεις έχουν στραφεί στη λύση της καταβολής μέρους της μισθολογικής δαπάνης σε είδος αντί για χρήμα. Για παράδειγμα, ένα μέρος του μισθού δύναται, αντί χρηματικά, να καταβληθεί με κουπόνι για βενζίνη, κίνηση που παρουσιάζεται συχνά ως ανταπόκριση στην κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης. Γενικά, είναι δυνατόν μια παροχή σε είδος να μην θεωρηθεί μισθολογική, όταν δεν χορηγείται ως αντιπαροχή για την προσφορά εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, αλλά για άλλους λόγους όπως η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, η αύξηση της παραγωγικότητάς της, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας ή για λόγους υγιεινής και ασφάλειας.
Lock-out – Δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις, οι οποίες, αντιμέτωπες με αυτό το οικονομικό αδιέξοδο αναστέλλουν για μια περίοδο τη λειτουργία της επιχείρησης και διακόπτουν την ισχύ των συμβάσεων απασχόλησης με τους εργαζόμενους τους με μονομερή απόφαση. Πρόκειται για κίνηση συγγενή με την περιώνυμη «ανταπεργία», η οποία όμως συνδέεται με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί ότι το lock-out και η ανταπεργία, όχι μόνον δεν προβλέπονται από την ελληνική έννομη τάξη, αλλά απαγορεύονται ρητώς κατά το άρθρο 22§2 ν. 1264/1982. Αντ’ αυτού οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να υιοθετήσουν εναλλακτικά το μέτρο της θέσης σε διαθεσιμότητα του προσωπικού της (άρθρο 4§1 ν. 3846/2010). Προϋποτίθεται βέβαια, πέραν της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης, η προηγούμενη διαβούλευση με τους εργαζόμενους, η τήρηση του έγγραφου τύπου και η αναγγελία της εφαρμογής του μέτρου στην Επιθεώρηση Εργασίας, τον ΕΦΚΑ και τον ΟΑΕΔ. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ( η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 3 μήνες κατ’ έτος), ο μισθωτός δεν υποχρεούται να παρέχει εργασία και αμείβεται με το ήμισυ των κανονικών αποδοχών του.
«Εν μέσω των καταιγιστικών αυτών εξελίξεων στην αγορά εργασίας, είναι κρίσιμο να γίνουν λεπτοί χειρισμοί από την κυβέρνηση ώστε να μετριαστεί το πλήγμα σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους», αναφέρει ο κ. Καρούζος, επισημαίνοντας ότι η διακοπή του προγράμματος ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ στο τέλος Μαρτίου, δεν είναι η πιο εύστοχη επιλογή την περίοδο που διανύουμε.
Η ανάγκη «διάγνωσης» των τρεχουσών προβλημάτων της αγοράς εργασίας και αποτελεσματικής επέμβασης για την επίλυση τους φαίνεται να είναι εντονότερη από ποτέ. Η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με τη δέσμευση για διατήρηση των υπαρχόντων θέσεων εργασίας, η επιδότηση μέρους του μισθολογικού κόστους, αλλά και η υποχρεωτική εφαρμογή της τηλεργασίας για ένα συγκεκριμένο ποσοστό των εργαζομένων, όπου είναι εφικτό, θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό του συνολικού λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, προκειμένου να μην υπάρξει νέο κύμα απολύσεων.