«Οι θάνατοι αυτοί δεν αποτελούν περιπτώσεις που ομαδοποιούνται», λέει η Μαρία Θεοδωρίδου στο protothema.gr – Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους θανάτους παιδιών και εφήβων κατά τα προηγούμενα χρόνια
Ένας ακόμη αιφνίδιος θάνατος ανηλίκου προκαλεί θλίψη και προβληματισμό. Η 12χρονη από τη Θεσσαλονίκη που κατέληξε χθες στον ύπνο της – καρδιακή ανακοπή ήταν η αιτία αλλά αναζητείται πλέον από τους ιατροδικαστές τι οδήγησε σε αυτή- είναι η τελευταια ανήλικη που περιλαμβάνεται στην τραγική λίστα με τις απώλειες παιδιών, μια λίστα με βαρύ, ασήκωτο περιεχόμενο ανεξάρτητα από τον αριθμό των παιδιών που περιέχει.
Η σύνδεση με τις πρόσφατες απώλειες τουλάχιστον άλλων τεσσάρων ανηλίκων, που έχουν καταγραφεί και λάβει μεγάλη δημοσιότητα από το Πάσχα και μετά, δύσκολα αποφεύγεται καταρχάς. Υπενθυμίζεται ότι μετά το Πάσχα κατέληξαν δύο παιδιά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ένα 3χρονο κοριτσάκι και ένα 7χρονο αγόρι, στις αρχές Μαϊου βρέθηκε νεκρή στην Πάτρα στο σπίτι από τη μητέρα της μία 12χρονη, στη συνέχεια έχασε τη ζωή του νοσηλευόμενος στο Παίδων ένας 16χρονος από τη Ρόδο και χθες κατέληξε μια 12χρονη στη Θεσσαλονίκη.
Πέντε θάνατοι παιδιών ηλικίας 3 έως 16 χρόνων που έχουν βυθίσει στο θρήνο τις οικογένειές τους, γεννούν ερωτήματα και αγωνία σε όλους τους γονείς και απασχολούν τους επιστήμονες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία της πλήρους ιατροδικαστικής έρευνας η οποία ελπίζεται να φωτίσει τις συνθήκες θανάτου των άτυχων παιδιών.
Το protothema.gr συνομίλησε με την ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου με αφορμή τα πρόσφατα μοιραία περιστατικά.
«Δυστυχώς οι θάνατοι ανηλίκων απαντώνται στα νοσοκομεία, είναι γεγονότα σκληρά που συναντούν οι γιατροί. Τους σοκάρουν, τους στενοχωρούν όσο και τους πολίτες. Είναι σαφές όμως πως για τους επιστήμονες οι θάνατοι αυτοί δεν αποτελούν περιπτώσεις που ομαδοποιούνται ως θάνατοι ανηλίκων. Για τους ειδικούς κάθε θάνατος είναι ένα διαφορετικό μοιραίο περιστατικό. Τα ιστορικά των παιδιών δεν αποτελούν ενότητα ούτε συσχετίζονται μεταξύ τους. Και εννοείται ότι η ιατροδικαστική εξέταση επιτρέπει να γίνει πιο ευκρινής η εικόνα. Επίσης, η στατιστική είναι πολύ σημαντική για να έχουμε συγκριτική εικόνα. Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τους θανάτους, για παράδειγμα, αυξημένους αν δεν συγκρίνουμε τα αριθμητικά στοιχεία με τα προηγούμενα έτη και πιο ειδικά με τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα που εξετάζουμε» λέει η κυρία Θεοδωρίδου.
Τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το 2020 κατέληξαν 33 παιδιά ηλικίας 5-9 χρόνων και το 2021 άλλα 37 παιδιά. Στην ομάδα των παιδιών ηλικίας 10-14 χρόνων είχαν καταλήξει 37 παιδιά το 2020 και 43 το επόμενο έτος. Μέσα στο 2022 έχουν καταλήξει περί τα 138 παιδιά και έφηβοι ηλικίας 0 έως 19 χρόνων, με τα περισσότερα να ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 0-4 χρόνων (82 θάνατοι). Στην ομάδα 5-9 χρόνων καταγράφονται 12 απώλειες, άλλες 11 σε παιδιά ηλικίας 10-14 χρόνων και 33 στην ομάδα των εφήβων 15-19 χρόνων. Η συγκριτική ανάλυση των επιστημόνων γίνεται και ανά εβδομάδα και ανά μήνα για να έχουν πιο ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα. Για παράδειγμα, τους θερινούς μήνες οι απώλειες ανηλίκων είναι συνήθως μεγαλύτερες λόγω των πνιγμών που καταγράφονται σε πισίνες και θάλασσες.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί επίσης το ενδεχόμενο ότι σε μία άλλη χρονική περίοδο, προ πανδημίας, πέντε αιφνίδιοι θάνατοι σε παιδιά σε διάστημα μερικών εβδομάδων να μη μας δημιουργούσαν τόση αγωνία και φόβο εκτός από τη δεδομένη θλίψη. Όμως στην εποχή της κυριαρχίας του κορωνοϊού, αλλά και των άλλων λοιμωδών νοσημάτων που ανέκυψαν όπως οι οξείες ηπατίτιδες στα παιδιά ή η ευλογιά των πιθήκων στους ενήλικες, δημιουργείται η αίσθηση ότι πιθανόν έχουν αλλάξει τα πράγματα αναφορικά με το πλαίσιο του αναμενόμενου ή μη.
«Τα τελευταία δύο και πλέον έτη της πανδημίας είναι γεγονός η μεγέθυνση των γεγονότων, όλα τα της υγείας μοιάζουν να βρίσκονται κάτω από μεγεθυντικό φακό. Τίποτα δεν μπαίνει στη διάσταση που είχε πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Υπό το πρίσμα αυτό βλέπουμε μια υπερευαίσθητοποίηση των πολιτών σε θέματα λοιμώξεων δημόσιας υγείας» παρατηρεί η κυρία Θεοδωρίδου. Αυτό φυσικά έχει δύο οπτικές. Θωρακίζει το πεδίο της δημόσιας υγείας ενώ παράλληλα φαίνεται να δοκιμάζει τα αντανακλαστικά των επαγγελματιών υγείας.