Συγκλονίζει σε συνέντευξη του ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη, Μιχαήλ Βαρθακούρης,ο οποίος δήλωσε ότι για τρία περίπου χρόνια αισθανόταν νεκρός.
Συγκεκριμένα,ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση στο περιοδικό “OK!” μίλησε για τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε. “Υπήρξαν δυο – τρία χρόνια που ήμουν νεκρός – άσχημη λέξη, αλλά έτσι το ένιωθα. Είχα ψυχολογικά προβλήματα που εξελίχθηκαν σε ψυχοσωματικά” ανέφερε, χαρακτηριστικά.
Πως είναι να έχεις μεγαλώσει ως διάσημο παιδί και να σε “ξέρουμε” όλοι πριν καν γεννηθείς;
“Είναι το ίδιο ακριβώς με κάθε παιδί. Δεν ένιωσα έτσι, μεγάλωσα με τις παρέες μου, ήμουν ένας από αυτούς, έκανα ποδήλατο με τους φίλους, παίζαμε με τους μπαμπαλάδες (σ.σ. μπίλιες) μου στον δρόμο. Για τους φίλους δεν ήμουν ο Πάριος, αλλά ο Μιχαήλ” ανέφερε, αρχικά.
Πολλά παιδιά άλλων διάσημων ανθρώπων δεν το άντεξαν.
“Δεν έχω πάρε – δώσε. Δεν ταλαιπωρούνται μόνο τα παιδιά των διασήμων. Υπάρχουν πολλά παιδιά που ταλαιπωρούνται. Η ταλαιπωρία και ο πόνος παραμένουν ταλαιπωρία και πόνος, ανεξαρτήτως αν είναι ή όχι διάσημοι οι γονείς σου. Στο τέλος μένουμε με το δικό μας βάρος ή όνομα και όχι με των γονιών μας” συνέχισε ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη.
Πέρασες φάση αντίδρασης;
“Ναι. Μπορεί να υπήρξα κ@λόπαιδο πολύ μικρός, σε ηλικίες που δεν είχα νοημοσύνη. Βρήκα πρόσφατα ένα απόσπασμα σε εφημερίδα όπου μια δημοσιογράφος έλεγε ότι έβριζα πολύ. Με είχε συναντήσει κάπου και με άκουσε να βρίζω και έγραψε “δεν ξέρω αν λειτουργεί το πιπέρι στο στόμα”. Προσωπικά δεν θυμάμαι αν έβριζα. Εμένα η αντίδραση μου βγήκε σε σκουλαρίκια, έβαφα τα μαλλιά μου. Δεν θα σου πω ότι έφερα τους γονείς μου σε δύσκολη θέση. Είμαι τυχερός που μεγάλωσα σε μια παρέα φίλων όπου ο ένας συγκρατούσε τον άλλον” συνέχισε.
Υπήρχαν φάσεις που δεν αγαπούσες εσένα;
“Υπήρξαν δυο – τρία χρόνια που ήμουν νεκρός – άσχημη λέξη, αλλά έτσι το ένιωθα. Είχα ψυχολογικά προβλήματα που εξελίχθηκαν σε ψυχοσωματικά. Το έψαξα, πήγα σε γιατρούς, όλοι μου έλεγαν “δεν έχεις κάτι” και ότι για αυτή την πτώση ευθύνεται το μυαλό μου. Για πολλά χρόνια συνεχίστηκαν οι αρρυθμίες, μέχρι που έπειτα από πολλές συνεδρίες με ψυχολόγους κατάλα ότι δεν μιλούσα και πως ότι με απασχολούσε το κρατούσα μέσα μου και δεν το έλεγα. Πλέον, είμαι πολύ καλά, ότι έχω ή σκέφτομαι το επικοινωνώ και ευτυχώς οι αρρυθμίες υποχώρησαν”