«Ομολόγησα τον φόνο της νονάς μου, μου φορτώνουν άλλον έναν, πάω δικαστήριο. Εγώ είμαι ανοιχτός σε όλα. Ξέρω τι έκανα, ομολόγησα, παραδόθηκα, έχω μικρά παιδιά. Πέντε χρόνια; Δέκα; Είκοσι; Να βγω να συνεχίσω τη ζωή μου», είπε αρχικά και με πρωτοφανή ψυχρότητα ο 40χρονος.
Όπως είπε, με τη νονά του είχε καθημερινές επαφές, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε δίπλα της για να τη φροντίζει.
«Δεν είχε κανέναν. Είχε πεθάνει ο άνδρας της, είχε πεθάνει ο γιος της, είχε πεθάνει ο πρώην άνδρας της, εγώ πήγαινα για τα ψώνια της, την πήγαινα όπου έπρεπε να πάει. Ήμασταν σαν μάνα με γιο, απλά τους τελευταίους τρεις μήνες έμπλεξα με την κοκαΐνη και με τον τζόγο κι έκανα ανοίγματα. Όλα αυτά κρυφά από την οικογένειά μου», συνέχισε ο 40χρονος.
Το μοιραίο πρωινό πήγε από το σπίτι της νονάς του για να της ζητήσει κάποια χρήματα. Εκείνη αρνήθηκε να του τα δώσει, όμως όπως ισχυρίζεται δεν την σκότωσε γι’ αυτόν τον λόγο.
«Λογοφέραμε. Με κατηγόρησε ότι της είχα κλέψει κάποια χρήματα που είχαν λείψει από το σπίτι της κι εγώ την κατηγόρησα ότι εκείνη φταίει που πέθανε ο γιος της από ναρκωτικά, που πέθανε ο πρώην άνδρας της, που τον χαπάκωνε και τον έκλεισε σε ψυχιατρείο για να παντρευτεί τον νονό μου και που κρατούσε εσώκλειστο μέσα στο σπίτι το άλλο της παιδί που ήταν ΑμεΑ», είπε.
Ο 40χρονος ισχυρίστηκε πως εκείνος ήταν ο άνθρωπος που είχε βγάλει το παιδί πέντε φορές έξω από το σπίτι και το φρόντιζε και πως η νονά του το είχε καταδικάσει να ζει ζωντανός-νεκρός.
Υποστήριξε, επίσης, ότι η δολοφονία της νονάς του δεν ήταν προμελετημένη και ότι ήταν η κατάληξη μίας πολύ έντονης λογομαχίας.
«Σηκώθηκα να φύγω, μπήκε μπροστά μου κι έπεσε κάτω. Άρχισε να φωνάζει και της έκλεισα το στόμα για να μην ξυπνήσει το παιδί. Δίπλα της ήταν ένα μαχαίρι, το άρπαξα κι έκανα ό,τι έκανα. Την πήγα στο υπόγειο και μάζεψα τα αίματα για να μη την δει το παιδί σε αυτό το χάλι. Έφυγα και μετά από δύο μέρες που ηρέμησα, τηλεφώνησα στην αστυνομία και ομολόγησα τι είχα κάνει», είπε.
«Δε σκότωσα τη μητέρα του δικηγόρου μου»
Όσον αφορά την άλλη δολοφονία για την οποία κατηγορείται, αυτή της μητέρας του δικηγόρου που κλήθηκε αρχικά να τον υπερασπιστεί, υποστηρίζει ότι δεν είναι αυτός ο δράστης.
«Εγώ του είχα πει του δικηγόρου μου από την πρώτη στιγμή “θα με αναλάβεις, ενώ η μητέρα σου πέθανε με τον ίδιο τρόπο;” Μου είπε ότι δεν είχε καμία σχέση η δολοφονία της μητέρας του με την υπόθεσή μου και με ανέλαβε», είπε.
Στη συνέχεια όμως, επειδή τα δύο εγκλήματα είχαν κοινά σημεία, οι αστυνομικοί άρχισαν εκ νέου έρευνες κατά τη διάρκεια των οποίων βρέθηκε DNA του κατηγορούμενου σε δύο από τα πέντε νύχια της μητέρας του δικηγόρου.
«Συνεργαζόμουν με τον συγκεκριμένο δικηγόρο 15 χρόνια. Τον γνώριζα και γνώριζα και τη μητέρα του. Γι’ αυτό πιστεύω ότι βρέθηκε το DNA μου στα νύχια της γυναίκας, γιατί στα άλλα νύχια υπάρχει άλλο DNA. Δεν μπορώ να φορτωθώ εγώ έναν φόνο που έγινε πριν από 12 χρόνια γιατί είχα επαφές με αυτήν τη γυναίκα κι επειδή σκότωσα μια άλλη γυναίκα με τον ίδιο τρόπο. Δεν είχα πάει ποτέ στο σπίτι της. Εκείνη κατέβαινε στο δικό μας και μάλιστα μου έκανε μασάζ. Έτσι πρέπει να βρέθηκε το DNA μου πάνω της», είπε.
Ο 40χρονος ισχυρίστηκε, τέλος, ότι μέσα στη φυλακή σπουδάζει, κάνει δουλειές γραφείου και είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Τόνισε δε ότι έχει παιδιά και γι’ αυτό πρέπει σε δέκα – είκοσι χρόνια να αποφυλακιστεί και να γυρίσει στα παιδιά της για να συνεχίσει τη ζωή του.