Σε ηλικία 93 ετών έφυγε από την ζωή η Σουζάνα Ηλιάδου η ηλικιωμένη γυναίκα που το 2019 άθελα της, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, όταν συνελήφθη στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης μετά από καταγγελία σε βάρος της πως πωλούσε παράνομα, χωρίς άδεια, τα χειροποίητα τερλίκια (μάλλινες παντόφλες) που έπλεκε στην λαϊκή της περιοχής.
Η ηλικιωμένη είχε γίνει την περίοδο εκείνη πρώτο θέμα συζήτησης, με την ίδια να δηλώνει πως αισθανόταν ντροπή για όλο αυτό που της είχε συμβεί, αφού με τα χρήματα αυτά προσπαθούσε να συνεισφέρει στα οικονομικά του σπιτιού της.
Την ίδια περίοδο η γυναίκα είχε να αντιμετωπίσει εκτός από δικαστήρια που έγιναν και την αθώωσαν και τον πόνο της από τον θάνατο του συζύγου της, που στάθηκε ως αφορμή προκειμένου να επιβαρυνθεί η υγείας της.
Όπως αναφέρει στο protothema.gr η κόρη της Ιουλιέτα Ηλιάδου η 93χρονη το τελευταίο διάστημα παρακαλούσε τον Θεό να την πάρει: «Δυστυχώς την χάσαμε την μαμά μου. Πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου το βράδυ γύρω στις 23:00. Την είχαμε στο σπίτι, αλλά επειδή η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε ,την πήγαμε στο νοσοκομείο την ημέρα εκείνη και λίγες ώρες μετά πέθανε».
H 93χρονη είχε παραδοθεί τόσο που ζήτησε να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας: «Μας μιλούσε μέχρι τελευταία στιγμή κανονικά. Όμως δυσκολευόταν στην αναπνοή, ήθελε και να φύγει κιόλας. Παρακαλούσε το Θεό να την πάρει κοντά του. Ήταν να φύγει τώρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την στιγμή που μου ζήτησε την εικόνα της Παναγίας να την προσκυνήσει. Δεν ήθελε να την πάμε στο νοσοκομείο, ήθελε να φύγει. Ακόμα και ο γιατρός που την είδε μου είπε η μητέρα σας έχει μια με δυο ώρες ζωής κι έτσι έγινε».
Η ταφή της Σουζάνας Ηλιάδου πραγματοποιήθηκε πριν από λίγη ώρα στον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής: «Θέλω να ευχαριστήσω τον δήμαρχο Αμπελοκήπων-Μενεμένης κ.Λάζαρο Κυρίζογλου, ο οποίος ανέλαβε την κηδεία τα πάντα γιατί την αγαπούσε την μητέρα μου. Η ταφή της έγινε στο οικογενειακό μας τάφο στον Άγιο Παύλο της Χαλκιδικής. Είχαμε χάσει τον πατέρα μου πριν ενάμιση χρόνο και την πήρε μαζί του, έγιναν κι όλα αυτά με τα τερλίκια που την είχαν πικράνει κι έφυγε».