Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Ετεοκλή Παύλου στο περιοδικό “Hello” για τις δύσκολες στιγμές που βίωσε στην εντατική, μετά το σοβαρό ατύχημα που είχε, με αποτέλεσμα να χάσει το δεξί του πόδι.
«Η ζωή μου δεν ήταν καθόλου δεδομένη μετά το ατύχημα, οι πιθανότητες να επιζήσω δεν ήταν πολλές. Μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να μάθεις να ζεις με ένα πρόσθετο μέλος, πώς θα μάθεις να περπατάς. Η μεγαλύτερη δυσκολία όμως είναι να ανταπεξέλθεις – συναισθηματικά και πνευματικά – στα νέα δεδομένα», αναφέρει ο Ετεοκλής Παύλου.
«Σε απλά ελληνικά, για να αντιμετωπίσεις τη ζωή σου που ανατρέπεται, πρέπει να δουλέψεις μέσα σου, να εκπαιδευτείς, να θωρακιστείς και μόνο τότε θα καταφέρεις να δώσεις τις απαντήσεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσες να δώσεις. Για μένα σε αυτό πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξαν η πίστη, η οικογένεια και το διάβασμα», προσθέτει αμέσως μετά.
«Ήμουν έναν μήνα στην εντατική. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από την ψυχρότητα του θανάτου. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να νιώθεις ότι η ζωή σου τελείωσε. Η κατάρα του ανθρώπινου γένους είναι ότι καταλαβαίνουμε το νόημα της ζωής μας λίγα δευτερόλεπτα προτού φύγουμε από αυτήν. Αισθανόμαστε ότι η ζωή δεν γυρίζει πίσω κι εμείς αναλωθήκαμε σε πράγματα που δεν είχαν καμία σημασία», επισημαίνει σε άλλο σημείο ο Ετεοκλής Παύλου.
«Το πιο δύσκολο λοιπόν είναι να βγάλουμε από μέσα μας αυτό το συναίσθημα που μας κυριεύει: ότι φεύγουμε από τη ζωή. Είναι πολύ ψυχρό, πολύ βάρβαρο και θεωρώ ότι κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος για κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον εγώ δεν ήμουν», εξομολογείται ο Ετεοκλής Παύλου στη συνέχεια και καταλήγει, περιγράφοντας ένα ιδιαίτερα προσωπικό περιστατικό με τη μητέρα του, αμέσως μετά το ατύχημα.
«Οι γιατροί μου είπαν ότι, ενώ ήμουν σε κώμα, παρουσία τους και του αδελφού μου, μπήκε στη μονάδα η μητέρα μου, άρχισε να μιλά, ακούμπησε το χέρι μου κι εγώ άρχισα να κλαίω. Το δέσιμο μητέρας και παιδιού είναι πάνω από όλες τις προβλέψεις, τις επιστήμες και τα προγνωστικά, είναι η μαγεία του ανεξήγητου».