Η βιασύνη να προσέλθουμε σε «διερευνητικές επαφές» προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Μόνο πολιτικός ρομαντισμός, ασφυκτικές εξωτερικές πιέσεις ή εκλογική στόχευση μπορούν να «εξηγήσουν» γιατί η Ελλάδα, έπειτα από όλα αυτά που υπέστη και συνεχίζει καθημερινά να υφίσταται, αντί να αντιστρέψει τις πιέσεις και να αξιοποιήσει τον στρατηγικό χρόνο που της προσφέρεται, προτιμά μόνη της να χαρίσει το πλεονέκτημα σε έναν στριμωγμένο Ερντογάν.
Εχουμε αναλύσει σε άλλα άρθρα τα καθημερινά κτυπήματα υπονόμευσης των ελληνικών δικαιωμάτων, τις άρον άρον αντιδράσεις αντί νέας στρατηγικής και την εντυπωσιακή αδυναμία στο πιο εύκολο: στην εξασφάλιση ουσιαστικής στήριξης από τον ισχυρότερο σύμμαχό μας, την Ε.Ε.
Επρεπε να επιδιώξουμε ένα ασφαλές πλαίσιο για διάλογο με την Τουρκία με βάση ευρωπαϊκούς όρους, κανόνες και εγγυήσεις. Εστω να επαναβεβαιωθούν παλαιότερες και ουσιαστικότερες αποφάσεις που έθεταν καίριους όρους, όπως «σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας» (ΣΔΘ), κι όχι την αστεία προϋπόθεση αόριστου σεβασμού στο «διεθνές δίκαιο». Οταν στο ευνοϊκότερο πεδίο αναμέτρησης καταγράψαμε αδυναμίες, είναι εύλογο να ανησυχούν οι μη αιθεροβάμονες για το τι θα συμβεί στις διερευνητικές.
Η ανησυχία αυξάνεται όταν η (ήδη μινιμαλιστική) προϋπόθεση για «συνέπεια και συνέχεια» ποδοπατιέται καθημερινά, κάνουμε ότι δεν γνωρίζουμε την τουρκική ατζέντα και σερνόμαστε σε διάλογο όταν: α) ο Ερντογάν πιέζεται εσωτερικά και εξωτερικά, β) αναμένουμε ένα ευνοϊκότερο αμερικανικό ενδιαφέρον, γ) μπορούμε μέχρι τον Μάρτιο να έχουμε συνδιαμορφώσει μια καλύτερη για εμάς (κι όχι για την Τουρκία και τους φίλους της) νέα σχέση Ε.Ε. – Τουρκίας, πιέζοντας με απειλές βέτο χώρες που προσβλητικά μας γύρισαν την πλάτη, αλλά «καίγονται» για περιθωριακά για εμάς θέματα (π.χ. Λατινική Αμερική για Πορτογαλία και Ισπανία), δ) δεν έχουμε καν ολοκληρώσει τον σχεδιασμό για το τι ζητάμε στις διερευνητικές.
Σίγουρα σε ένα διάλογο Σουηδίας – Δανίας δεν χωρούν προϋποθέσεις. Πόσο όμως περιχαρής μπορεί ένας Ελληνας να προσέρχεται σε διάλογο με το όπλο στον κρόταφο και μόνη προϋπόθεση το «διεθνές δίκαιο»; Αντί λοιπόν να κερδίσουμε χρόνο στρατηγικής ανασύνταξης, σπεύδουμε πανευτυχείς προς εγκλωβισμό σ’ ένα προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο με δύο κυρίως σεναριακές εκδοχές: είτε αποχωρείς διαμαρτυρόμενος στο άκουσμα του καταλόγου της «γαλάζιας πατρίδας» είτε συνεχίζεις υποκρινόμενος ότι συζητάς μόνο υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, αλλά πρακτικά γλιστράς προς τα αδιανόητα.
Στο πρώτο σενάριο, οι Δυτικοί θα σε κατακρίνουν και η Τουρκία θα αυξήσει τις προκλήσεις για να επανασυρθείς υπό ακόμη χειρότερους όρους. Στο δεύτερο, υπονομεύεις εθνικά συμφέροντα και μεταθέτεις το πρόβλημα υπό χειρότερες συνθήκες για το μέλλον – γνωστή συνταγή, που μπορεί βέβαια να σε πάει με «ηρεμία» σε εκλογές…
Κι όμως, υπάρχει καλύτερη στρατηγική:
1. Ο συνετός «τρίτος δρόμος» για τον διάλογο είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών: ζητάς (κι επιβάλλεις να συνυπογράψουν και οι εταίροι) τους διεθνώς στοιχειώδεις όρους και κανόνες: α) αποδοχή της ΣΔΘ και των ισχυουσών διεθνών συνθηκών (κι όχι γενικότητες περί διεθνούς δικαίου), β) έμπρακτη και πολύμηνη προσήλωση στην ειρηνική επίλυση (κι όχι διαλείμματα «κανονικότητας» εν μέσω τραμπουκισμών «επί του πεδίου»).
2. Με έξυπνη ευελιξία αξιοποιείς επίσης τη νέα τουρκική υποκρισία περί ένταξης στην Ε.Ε.: αίρεις το μπλοκάρισμα του κεφαλαίου 13 (Αλιεία) και το προτάσσεις ώστε να αποδείξει η υποψήφια Τουρκία ότι πράγματι αποδέχεται την υποχρεωτική προσχώρηση στη ΣΔΘ ως μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Επανερχόμαστε έτσι στην πραγματική μετατροπή των ελληνοτουρκικών ζητημάτων σε ευρωτουρκικά (βλ. «Διαπραγματευτικό Πλαίσιο Ε.Ε. – Τουρκίας» 2005) και σε ευρωπαϊκή «εγγύηση» της ειρηνικής διευθέτησης.
Με επικοινωνιακές ομοβροντίες ότι η αποφασιστική μας στάση υποχρέωσε τον Ερντογάν σε αναδίπλωση, δεν κερδίζεται η αντιπαράθεση. Και με αιθεροβάμονες προσδοκίες ότι διαλεγόμαστε με τη Δανία, η εθνική ζημιά μπορεί να είναι καταλυτική.
* Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.