Ο ντόρος που προκλήθηκε εξαιτίας του Σερβετάλη, ο παρεπόμενος διχασμός της ελληνικής κοινής γνώμης σε υποστηρικτές και σε πολέμιους του πρωταγωνιστή, μοιραία ωθεί το περίφημο έργο του Ευγένιου Ιονέσκο στην επιφάνεια της επικαιρότητας – Ο «Ρινόκερος» καυτηριάζει τον ολοκληρωτισμό, σε οποιαδήποτε έκφανσή του
Η αλληγορία είναι τόσο ευφυής ώστε μοιάζει ευανάγνωστη, σχεδόν προφανής -κι αυτό ακριβώς είναι το ακαταμάχητο ατού του Ρινόκερου: Με το συγκεκριμένο έργο ο Ευγένιος Ιονέσκο αποδεικνύει γιατί το λεγόμενο «Θέατρο του Παραλόγου» είναι ένας βαθιά ανθρώπινος, αυθεντικά λαϊκός δρόμος. Ο Ρινόκερος επιστρέφει τακτικά στη σκηνή και αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς επιλογές του μοντέρνου ρεπερτορίου.
Ανεβαίνει ξανά και ξανά ανά τον κόσμο και οπωσδήποτε στην Ελλάδα, κατά κανόνα με βέβαιη εισπρακτική επιτυχία, είτε παίζεται από θίασο που οδηγεί ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης, όπως στην αρχή της δεκαετίας του 1960, είτε ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο Θησείον το 2014, αρκετά χρόνια προ της πανδημίας, με τον εξαίρετο Μανώλη Μαυροματάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Είτε, τελικά, εν μέσω πανδημίας στο θέατρο Κιβωτός, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα και με τον Άρη Σερβετάλη, τον καλύτερο ίσως Έλληνα ηθοποιό της γενιάς του, στον ρόλο του Μπερανζέ. Ενός χαρακτήρα που βλέπει τον κόσμο γύρω του να κατρακυλά στην παράνοια, να μεταμορφώνεται σε αγέλη άγριων θηρίων, πανομοιότυπων εξωτερικά και με την ίδια χοντρόπετση, ανέκφραστη μορφή του ρινόκερου. Όσο για τον ίδιο τον Μπερανζέ, ακροβατώντας μεταξύ τραγωδίας και γελοιότητας, πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις, εναγωνίως, να παραμείνει λογικός -δηλαδή άνθρωπος.
Ο ντόρος που προκλήθηκε εξαιτίας του Σερβετάλη, ο παρεπόμενος διχασμός της ελληνικής κοινής γνώμης σε υποστηρικτές και σε πολέμιους του πρωταγωνιστή, μοιραία ωθεί το περίφημο έργο του Ευγένιου Ιονέσκο στην επιφάνεια της επικαιρότητας. Ο Ρινόκερος αναφέρεται -και φυσικά καυτηριάζει- τον ολοκληρωτισμό, σε οποιαδήποτε έκφανσή του. Καθώς γράφτηκε το 1959, η έμπνευσή του προέρχεται από τον όλεθρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι σαφές ότι, γράφοντας τον Ρινόκερο (αρχικά ως μυθιστόρημα), ο Ιονέσκο έγλειφε τα ψυχικά τραύματα, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, από τον όλεθρο που ενέσκηψε στην ανθρωπότητα εξαιτίας του φασισμού και του ναζισμού.
Εστιάζοντας τον προβληματισμό του στη μικροκλίμακα, στον περιβάλλον των γνωστών και οικείων ενός συγκεκριμένου ατόμου -του Μπερανζέ- ο Ευγένιος Ιονέσκο καυτηριάζει τον εσωτερικό πειρασμό του ολοκληρωτισμού. Δηλαδή, την ψυχική ώθηση που οδηγεί κάποιους ανθρώπους και υπό ορισμένες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές κ.ο.κ. συνθήκες στο να γίνουν καταπιεστές των υπολοίπων. Η μισαλλοδοξία, ο τρόμος της απανθρωποποίησης και, πάνω από όλα, η απώλεια της ελευθερίας και η εξαφάνισή της μέσα σε μια επιβεβλημένη, βίαιη ισοπέδωση και εξομοίωση των πάντων, είναι συστατικά κυρίαρχα στο Ρινόκερο. Στο κάτω-κάτω, «πρόθυμος δήμιος» -κατά την έκφραση του συγγραφέα Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν για τις ρίζες του αντισημιτισμού στη Γερμανία- μπορεί να γίνει ο καθένας.
Στην τρέχουσα συγκυρία, ο Ρινόκερος είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, διότι αναφέρεται στην πανδημία. Ασχέτως εάν ο Ιονέσκο χρησιμοποιεί αλληγορικά το φαινόμενο της επιδημίας, ο σημερινός θεατής δεν μπορεί παρά να ταράζεται στο άκουσμα ορισμένων διαλόγων οι οποίοι διαμείβονται επί σκηνής, ιδιαίτερα προς το τέλος του Ρινόκερου, ανάμεσα στους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου και τον Μπερανζέ, ο οποίος πλέον πλησιάζει επικίνδυνα στο χείλος της παραφροσύνης.
Ας δούμε ένα μικρό δείγμα της κατά Ιονέσκο στιχομυθίας, από την Γ’ πράξη του Ρινόκερου:
O Μπερανζέ, ο οποίος δεν μπορεί να αντισταθεί εύκολα στο ποτό, για άλλη μία φορά βλέπει εφιάλτες. «Όχι… όχι… Παντού κέρατα… φυλαχτείτε από τα κέρατα…» αναφωνεί μέσα στον ανήσυχο ύπνο του. Ξυπνά και τρέχει αμέσως στον καθρέπτη, ψηλαφώντας το μέτωπό του για τα σημάδια της μεταμόρφωσής του σε ρινόκερο. «Φοβάμαι μήπως γίνω κάτι άλλο…» μονολογεί.
Τον Μπερανζέ επισκέπτεται ένας συνάδελφός του, ο πάντα ορθολογιστής Ντουντάρ.
Ντουντάρ: Μη φοβάσαι, Μπερανζέ και κανείς μας δεν αλλάζει τα πιστεύω του! Τι κάθεσαι, λοιπόν, και χολοσκάς για λίγα κρούσματα ρινοκερίτιδας; Παρ’ το σαν μια κολλητική επιδημία.
Μπερανζέ: Μα, αυτό φοβάμαι ακριβώς. Μήπως είναι κολλητική!
Ντουντάρ: Έλα, πάψε να το σκέφτεσαι. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της επιδημίας, κάτι σαν τη γρίπη. Οι επιδημίες είναι πολύ συνηθισμένες ανά τους αιώνες.
Μπερανζέ: Όσα μου λες είναι απολύτως λογικά και αυτή η άποψη με καθησυχάζει, αλλά μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο και να’ ναι κάτι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο νομίζουμε. Ακούς τι γίνεται; Τους ακούς; [Αγέλη ρινόκερων περνά με πάταγο κάτω από το παράθυρο του Μπερανζέ].
Ντουντάρ: Δεν τους παρατάς, το κέφι τους κάνουνε. Γιατί σ’ ενοχλούνε τόσο πολύ; Μα την αλήθεια, κοντεύουνε να σου γίνουν έμμονη ιδέα. Δεν κάνεις καλά. Εξαντλείς το νευρικό σου σύστημα. Σύμφωνοι, αναστατώθηκες. Αλλά εσύ πας γυρεύοντας να πάθεις χειρότερα. Τώρα το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να επιβληθείς στον εαυτό σου και να συνέλθεις.
Μπερανζέ: Είναι στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως έχω κι έχω κάποια ροπή προς την επιδημία.
Ντουντάρ: Όπως και να ‘χει, δεν είναι επιδημία θανατηφόρα. Υπάρχουν αρρώστιες που στο τέλος βγαίνουν σε καλό. Όποιος θέλει, μπορεί σίγουρα να γιατρευτεί. Όσο γι’ αυτό, δεν χωρά αμφιβολία. Θα το δεις, κάποια στιγμή θα τους περάσει.
Μπερανζέ: Αν κάποιος πραγματικά δεν θέλει (δεν συμφωνείς;), δεν θέλει να την αρπάξει αυτή την αρρώστια (γιατί, για αρρώστια του νευρικού συστήματος πρόκειται), δεν κινδυνεύει, έτσι δεν είναι; Δεν την κολλάει. Δεν πρόσεξες καμιά αλλαγή στο βήχα μου; Κάτι παράξενο; Ήταν ανθρώπινος βήχας, έτσι δεν είναι;
Ντουντάρ: Μα τι θες τώρα να σου πω; Φυσικά και ήταν ανθρώπινος βήχας. Άνθρωπος είσαι, σαν άνθρωπος βήχεις. Πώς θα ‘βηχες; Σαν βάτραχος;
Μπερανζέ: Ξέρω κι εγώ… Ο βήχας μου θα μπορούσε να μοιάζει και με θηρίου… Δεν μου λες, ξέρεις αν βήχουν οι ρινόκεροι;
Ντουντάρ: Δεν είσαι στα καλά σου, Μπερανζέ, κατάντησες γελοίος. Μόνος σου δημιουργείς προβλήματα και βασανίζεις τον εαυτό σου με παράλογα ερωτήματα. Σου ξαναθυμίζω ότι εσύ προσδιόρισες πριν λίγο ότι ο καλύτερος τρόπος για να προφυλαχθείς απ’ τον κίνδυνο είναι η σιδερένια θέληση.
Μπερανζέ: Εγώ συνεχώς ρινόκερους βλέπω. Τώρα, θα μου πεις, αυτό κατάντησε αρρωστημένη κατάσταση, αλλά…
Ντουντάρ: Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σου ορμήσουν. Αν δεν τους πειράξεις, ούτε γυρίζουν να σε κοιτάξουν… Κατά βάθος, δεν είναι μοχθηροί. Θα ‘λεγα μάλιστα ότι διαθέτουν μια φυσική αθωότητα. Ναι, ναι, είναι μάλλον αγαθιάρηδες. Για να ‘ρθω στο σπίτι σου, εγώ κατηφόρισα τη λεωφόρο. Όπως βλέπεις, είμαι σώος και αβλαβής, δεν μ’ ενόχλησαν καθόλου.
Ντουντάρ: Νιώθω υπευθυνότητα για ό,τι συμβαίνει… δένομαι… συμμετέχω, δεν μπορώ να είμαι αδιάφορος.
Ντουντάρ: Μην κρίνεις ποτέ τους άλλους, αν δεν θέλεις να σε κρίνουν. Και στο κάτω κάτω της γραφής, αν καθόμαστε να χολοσκάμε με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, θα ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε να ζούμε.
Μπερανζέ: Αν αυτή η θεομηνία συνέβαινε κάπου αλλού, σ’ άλλη χώρα, και το μαθαίναμε απ’ τις εφημερίδες, αν το βλέπαμε αναπαυτικά καθισμένοι στα καναπεδάκια μας, στην τηλεόραση, θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε το πρόβλημα ωραία, ωραία και με την ησυχία μας. Να αναλύσουμε το θέμα από κάθε πλευρά και να βγάλουμε ανεπηρέαστα και αντικειμενικά συμπεράσματα. Θα προγραμματίζαμε ακαδημαϊκές συζητήσεις, θα καλούσαμε μελετητές, συγγραφείς, νομομαθείς, γυναίκες, επιστήμονες, μέχρι και καλλιτέχνες. Θα φωνάζαμε ακόμα και απλοϊκούς καθημερινούς ανθρώπους. Θα είχε τρομερό ενδιαφέρον. Θα ήταν εποικοδομητικό, συναρπαστικό… Αλλά, όταν βρεθείς ο ίδιος παγιδευμένος, όταν βρεθείς, ξαφνικά, αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα μιας παρόμοιας κατάστασης, δεν γίνεται να παραμείνεις αδιάφορος… να λες ότι δεν σε αφορά… να μένεις ψύχραιμος.
Ντουντάρ: Δεν λέω, βέβαια, ότι πρόκειται για αναπάντεχη ευτυχία, ούτε και θέλω να σκεφτείς ότι συμπαθώ ιδιαίτερα τους ρινόκερους… αλλά…
Μπερανζέ: Νάτοι πάλι… Αυτοί είναι… νάτοι πάλι. Α, όχι… όχι… με κανέναν τρόπο. Εγώ, είναι αδύνατο να τους συνηθίσω… Δε λέω, μπορεί να έχω άδικο. Δεν το θέλω, αλλά με βασανίζουνε, με τυραννάνε, τόσο, που είναι αδύνατο να κλείσω μάτι… Έχω φοβερές αϋπνίες, λαγοκοιμάμαι λίγο μόνο την ημέρα, όταν πέφτω κάτω από κούραση. Κι όταν κοιμάμαι είναι ακόμα χειρότερα. Με απειλούν στα όνειρά μου. Βλέπω τρομαχτικούς εφιάλτες. Αν οι ιθύνοντες και οι συμπολίτες μας σκεφτόντουσαν σαν και σένα, ζήτω που καήκαμε, ποτέ δεν θ’ αποφάσιζαν ν’ αντιδράσουν.
Ντουντάρ: Δεν φαντάζομαι, πάντως, να σκέφτεσαι να ζητήσεις βοήθεια από το εξωτερικό; Είναι εσωτερική μας υπόθεση και θα ‘ταν εθνικό λάθος να ανακατέψουμε ξένους.
Μπερανζέ: Εγώ πιστεύω στη διεθνή αλληλεγγύη…
* Ο Ευγένιος Ιονέσκο (1909-1984) ήταν Ρουμανο-Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε πρωτοπόρος στο κίνημα του Θεάτρου του Παραλόγου, με ριζοσπαστικά έργα όπως το διάσημο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια». Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στη Γαλλία, όπου και βραβεύτηκε επανειλημμένως για το έργο και τη συμβολή του στην τέχνη του θεάτρου.