Το τελευταίο “αντίο” είπε η οικογένεια του Χάρη Κωστόπουλου στον τραγουδιστή, που “έφυγε” νικημένος από τον καρκίνο.
Τον επικήδειο αποχαιρετισμό εκφώνησε ο ένας από τους γιου του, ο Χρήστος, ο οποίος λίγες ώρες αργότερα, δημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook όσα είπε πάνω από το φέρετρο του πατέρα του, προκαλώντας ανατριχίλα.
Ο επικήδειος λόγο που εκφώνησε ο γιος του Χάρη Κωστόπουλου στην κηδεία του
«Επικήδειος,
Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους και όλες που ήρθατε σήμερα για να τιμήσουμε τον πατέρα μου, τον αγαπημένο μας Χάρη. Θα προσπαθήσω να μην μακρηγορήσω, απλά πιστεύω ότι έχει αξία να πω το πως έβλεπα εγώ τον πατέρα μου. Εάν θα χρησιμοποιούσα μία λέξη για να τον χαρακτηρίσω, αυτή η λέξη θα ήταν η λέξη ‘μαχητής’. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Δωροθέα, ένα μικρό χωριό του νομού Πέλλας στη Βόρεια Ελλάδα. Και από την πρώτη του ανάσα μέχρι και την τελευταία πάλεψε τόσο στην ζωή, όσο και στην τέχνη που αγαπούσε, την μουσική.
Στην τρυφερή ηλικία των 11 ετών, αυτή την ηλικία που οι περισσότεροι από εμάς απολαύσαμε την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων ο πατέρας μου αναγκάστηκε να ξεκινήσει να δουλεύει ως επαγγελματίας μουσικός στον δύσκολο χώρο της νύχτας. Δεν θα ήθελα να πω πολλά για αυτά που πέτυχε στην τέχνη του, ούτως ή άλλως θεωρώ ότι υπάρχουν σήμερα ανάμεσα μας άνθρωποι που με την παρουσία τους αποδεικνύουν την εκτίμηση και τον σεβασμό που τρέφουν προς το πρόσωπο του και είναι πιο ειδικοί από εμένα να μιλήσουν για αυτό. Θα ήθελα ωστόσο να σταθώ στο κομμάτι του χαρακτήρα του. Ο πατέρας μου πάλεψε και κατάφερε να παραμείνει ακέραιος και ηθικός, παρ’ ότι βρέθηκε σε έναν τόσο δύσκολο χώρο σε μια τέτοια τρυφερή ηλικία.
Στην ηλικία των 15 ο δρόμος του τον έφερε στην Θεσσαλονίκη, όπου εκεί γνώρισε τον αρχικά συνεργάτη του, και αργότερα φίλο και κουμπάρο του τον Βασίλη Καρρά, ο οποίος και σφράγισε τους δεσμούς φιλίας τους βαφτίζοντας εμένα. Ο νονός μου ήταν μια πατρική φιγούρα για τον πατέρα μου και αξίζει να σημειώσω ότι αυτούς τους τελευταίους μήνες που έδιναν και οι δυο την δική τους μάχη με τον καρκίνο, ο ένας υπήρξε στήριγμα και παρηγοριά για τον άλλο. Και όταν ο νονός μου έχασε την δική του μάχη πριν από ένα μήνα, ο πατέρας μου έδινε την δική του στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ για τον χαμό του νονού μου, καθώς είμασταν βέβαιοι ότι τα νέα αυτά θα τον συνέτριβαν.
Μεγαλώνοντας και φτάνοντας στην ηλικία των 20 ο πατέρας μου που ήδη είχε γνωρίσει επιτυχία ως ένας σπουδαίος μπουζουξής και ένας σημαντικός συνθέτης, αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα και από την δεύτερη γραμμή της πίστας να περάσει στην πρώτη, ξεκινώντας την καριέρα του στο τραγούδι. Κάπου εκεί μπήκε στην ζωή του και η αγαπημένη μας μητέρα Βιβή. Μια σπάνια και θαυμάσια γυναίκα που στάθηκε βράχος δίπλα του για 39 χρόνια. Μια γυναίκα που ήταν δίπλα του στις καλές και στις κακές στιγμές. Μια γυναίκα που δεν έφυγε από το πλευρό του σε καμία από τις περιπέτειες που του επιφύλασσε η ζωή του, και έμεινε δίπλα του μέχρι και την τελευταία του πνοή. Μέσα σε λίγα χρόνια παντρεύτηκαν και στην ηλικία των 24 ετών απέκτησαν εμένα.
Ωστόσο, ενώ οι γονείς μου ετοιμάζονταν να απολαύσουν τη νέα ζωή τους ως ζευγάρι και γονείς, και ο πατέρας μου ξεκίνησε να γεύεται τις πρώτες επιτυχίες ως τραγουδιστής η ζωή τον κάλεσε να παλέψει για άλλη μια φορά καθώς ο πατέρας αρρώστησε με λευχαιμία. Και έτσι οι πρώτες αναμνήσεις από την δική μου ζωή καθόρισαν την εικόνα του πατέρα μου στα μάτια μου σαν μια εικόνα μαχητή. Πράγματι, ο πατέρας μου πάλεψε με σθένος την αρρώστια, με την μητέρα μου ακλόνητα στο πλάι του σε νοσοκομεία της Ελλάδας και της Αγγλίας, και με την συνδρομή των θεραπόντων ιατρών του και την δύναμη της πίστης του στον Άγιο Ραφαήλ, κατάφερε να βγει νικητής σε αυτή την μάχη. Και στην επόμενη μάχη. Αυτή της επανόδου στην ζωή και στην δουλειά.
Ο πατέρας μου πάλεψε και τα κατάφερε ξανά. Απέκτησε έναν δεύτερο γιο, τον αγαπημένο μου αδερφό Ραφαήλ, τον οποίο και έταξε στον Άγιο που τον βοήθησε. Και κατάφερε βήμα-βήμα να φτάσει ξανά στην επιτυχία στο επάγγελμα του που είχε αγγίξει πριν την ασθένεια, αλλά και να την ξεπεράσει. Κατάφερε να προσφέρει τα πάντα στην οικογένεια του ανιδιοτελώς. Και πραγματικά μπορώ να σταθώ σήμερα ενώπιον σας και να σας πω ότι έχουμε καταφέρει στην ζωή μας εγώ και ο αδερφός μου δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την παρουσία και την στήριξη του πατέρα μας στην ζωή μας.
Και δεν εννοώ την υλική στήριξη, την οποία μας παρείχε γενναιόδωρα, αλλά κυρίως την πνευματική του στήριξη. Γνωρίζαμε ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή, ότι και να μας συνέβαινε ο πατέρας μας θα ήταν εκεί για εμάς. Να μας πει έναν καλό λόγο, να μας παρηγορήσει, να μας συμβουλέψει. Να μας δείξει τον δρόμο μέσα από την δική του πορεία και στάση στην ζωή.
Δυστυχώς πριν από δυόμιση χρόνια, στο τέλος της μεγάλης περιπέτειας της πανδημίας που καταρράκωσε ψυχολογικά τον πατέρα μου ο οποίος ενώ ένιωθε ικανός να δουλέψει και να προσφέρει στην οικογένεια του, δεν μπορούσε να το πραγματοποιήσει λόγω των περιορισμών, η ζωή του έστειλε ακόμα μια δύσκολη δοκιμασία στην υγεία του. Του έστειλε για δεύτερη φορά τον καρκίνο. Και για άλλη μια φορά ο πατέρας μου στάθηκε όρθιος και κατάφερε να παλέψει και να νικήσει.
Και έτσι να κερδίσει έναν ακόμη χρόνο υγείας, ο οποίος δυστυχώς έμελλε να είναι και ο τελευταίος του. Όταν το καλοκαίρι η αρρώστια επανήλθε, μπορούσα να δω στα μάτια αυτού του ακλόνητου μαχητή για πρώτη φορά κάτι καινούριο. Την κούραση. Όπως είπε και ο αδερφός μου για τους περισσότερους ανθρώπους μια πάλη με τον καρκίνο είναι αρκετή. Για τον πατέρα μου, τον μαχητή αυτό χρειάστηκαν τρεις.
Και όμως, παρά την κούραση και τον φόβο, παρά το χτύπημα του θανάτου της αγαπημένης του μητέρας Μαρίας, ο πατέρας μου και πάλι συνέχισε να μάχεται με αυτό που τον χαρακτήριζε σε όλη του την ζωή. Με αξιοπρέπεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου ότι ο πατέρας μου επέστρεψε στις πίστες ενώ ο καρκίνος τον πολεμούσε. Και ότι το έκανε αυτό χωρίς να πει σε κανέναν για την μάχη που έδινε, εκτός από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Ο πατέρας μου μπήκε στο νοσοκομείο πριν 1,5 μήνα, την Τετάρτη του Αγίου Νικολάου.
Το προηγούμενο Σάββατο ήταν στις επάλξεις και διασκέδαζε τους θαυμαστές του όπως έκανε σε όλη την ζωή. Δυστυχώς όμως αυτή η μάχη ήταν και η τελευταία του. Πάλεψε μέχρι τέλους, με αξιοπρέπεια, με θάρρος, όμως κάποια στιγμή και αυτός ο δυνατότερος μαχητής της ζωής έπρεπε να ξεκουραστεί. Και αυτό έκανε ο πατέρας μου. Δεν έφυγε. Ξεκουράστηκε.
Κλείνοντας θέλω να σας πω ότι ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ πλούσιος και ευλογημένος άνθρωπος, παρόλες τις δοκιμασίες που σας ανέφερα. Και όταν λέω πλούσιος δεν εννοώ σε υλικά αγαθά. Για αυτά μικρή σημασία έδινε και τα έδινε απλόχερα στους ανθρώπους που αγαπούσε. Ούτως ή άλλως οι φίλοι του ξέρουν μια από τις εκφράσεις που του άρεσε να λέει: ‘τα λεφτά είναι σαν τα ψάρια, πρέπει να τρώγονται φρέσκα’. Όχι ο πατέρας μου είχε την ευλογία να απολαύσει τον πραγματικό πλούτο της ζωής. Την αγάπη της οικογένειας του και των φίλων του. Ο πατέρας μου βρήκε μέσα στον δύσκολο χώρο της νύχτας συνοδοιπόρους και πραγματικούς φίλους που ήθελαν το καλύτερο για εκείνον, όπως τον κουμπάρο του τον Παναγιώτη, πρώτου ανάμεσα στα τόσα άλλα ονόματα φίλων.
Την εκτίμηση και τον σεβασμό των συναδέλφων του. Την επαγγελματική επιτυχία. Την αναγνώριση της δουλειάς του και του ταλέντου του από τον κόσμο. Την περηφάνια των παιδιών του για τον πατέρα τους. Και φυσικά την αγάπη και την συμπαράσταση της γυναίκας του. Φίλοι μου, αυτά είναι πράγματι σπάνια και σπουδαία επιτεύγματα στην ζωή ενός ανθρώπου. Εν κατακλείδι θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό τον επικήδειο επαναλαμβάνοντας αυτό που είπα στον πατέρα μου το τελευταίο του βράδυ πριν φύγει από την ζωή: «Πατέρα σε ευχαριστώ για όλα αυτά που μου προσέφερες, θα ακολουθήσω το παράδειγμα σου στην ζωή, και όπως εσύ μας στήριξες και μας στάθηκες όλα αυτά τα χρόνια, έτσι και εγώ τώρα θα στηρίξω και θα σταθώ στην οικογένεια μας. Τώρα μπορείς να ξεκουραστείς».