Aν και δεν έπαιξε σε πολλές ταινίες, η Ρίτα Μουσούρη κατάφερε να μείνει αξέχαστη μέσα από μία από τις πλέον χαρακτηριστικές ερμηνείες της στο φιλμ «Βίλλα των οργίων», η οποία φυσικά δεν είναι… θεματική, αλλά βγαλμένη από τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1964 η Φίνος Φιλμ μεταφέρει στο σινεμά το ομώνυμο θεατρικό έργο του Γεράσιμου Σταύρου το οποίο ήδη είχε παιχτεί με επιτυχία στο θέατρο, με πρωταγωνιστές τους Κώστα Ρηγόπουλο και Κάκια Αναλυτή. Η Ελληνίδα ηθοποιός επιλέχθηκε και για την κινηματογραφική εκδοχή, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα να παίρνει τον ρόλο του υποψήφιου βουλευτή, Χάρη Ζάβαλου.
Πολλοί, ακόμα, καταξιωμένοι ηθοποιοί συμπληρώνουν το κάστινγκ, με τα ονόματα των Διονύση Παπαγιαννόπουλου, Ανδρέα Ντούζου, Γιάννη Βογιατζή και Χρήστου Πάρλα να ξεχωρίζουν, όμως μια όχι και τόσο γνωστή φιγούρα είναι εκείνη που κλέβει την παράσταση!
Είναι η Ρίτα Μουσούρη η οποία ήταν κατά βάση θεατρική ηθοποιός και είχε μεταφράσει και πολλά έργα από αγγλικά και γαλλικά. Η πρώτη της παρουσία στο σανίδι καταγράφεται το 1928, ενώ σύζυγός της ήταν ο επίσης ηθοποιός Αλέξανδρος Μυράτ.
Στην «Βίλλα των οργίων» συμμετέχει ενσαρκώνοντας έναν ρόλο που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι της ταίριαζε απόλυτα. Υποδύεται την ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, «κόρη ναυάρχου παρακαλώ!», που για να τα βγάλει πέρα αναγκάζεται να υπενοικιάζει το σπίτι της σε παράνομα ζευγαράκια. Βέβαια, μιλάμε για μια εποχή που η μοιχεία (δηλαδή το… κέρατο εντός γάμου, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους) αποτελούσε ποινικό αδίκημα! Το οποίο μάλιστα ακολουθούσε την διαδικασία του αυτοφώρου, με αποτέλεσμα οι… εγκληματίες να οδηγούνται στα τμήματα ακόμη και σκεπασμένοι με τα… αμαρτωλά σεντόνια τους!
Φυσικά, η ατάκα που έγραψε ιστορία είναι εκείνη του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, που ως αστυνόμος αναρωτιέται μεγαλόφωνα «’Εεεπ!! Τι θα το κάνουμε εδώ αμέρικαν μπαρ;», αλλά κι εκείνη της Ρίτας Μουσούρη έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας, καθώς το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να μην της θίξουν την… κοσμική υπόληψη και την αριστοκρατική καταγωγή, λέγοντας σε κάθε ευκαιρία το αμίμητο: «Να χαρείτε, όμως, μιλάτε μου τουλάχιστον στον Πληθυντικό, θα με υποχρεώσετε»!
Αυτή ήταν και η πιο χαρακτηριστική ερμηνεία της ηθοποιού, τις οποίας άλλες γνωστές δουλειές στον κινηματογράφο και πάντα σε δεύτερους ή και τρίτους ρόλους, είναι «Γκόλφω», «Αντίο ζωή», «Τα νιάτα θέλουν έρωτα», «Εγωισμός», «Να ζει κανείς η να μη ζει», «Κολωνάκι διαγωγή μηδέν» και «Οικογένεια Χωραφά». Κυρίως διακρίθηκε στο θέατρο όπου ξεχώρισε σε παραγωγές όπως τα «Πικ νικ», « Ο Βασιλικός», «Λευκές νύχτες», «Ο γάμος της Μπάρμπαρα», ενώ πέρασε και από το τηλεοπτικό εκράν σε σειρές όπως «Από την κλειδαρότρυπα», «Αστροφεγγιά», «Μυστικοί αρραβώνες», «Η Ταβέρνα» και άλλα.
Έφυγε από την ζωή στις 26 Σεπτεμβρίου 1985 σε ηλικία 79 χρονών, ολομόναχη και ξεχασμένη από τους πάντες, σε ένα δωμάτιο του Νοσοκομείου Υγεία. Η κηδεία της έγινε την επόμενη ημέρα στο Νεκροταφείο της Νέα Σμύρνης και ούτε ένας από τους παλιούς συναδέλφους τους δεν βρέθηκε εκεί για το στερνό αντίο…