Εφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος, χαρισματικός, ευρηματικός, επίμονος, προσιτός, ένας πολύ καλός άνθρωπος, ο Γιώργος Κορρές, ο πανεπιστημιακός, αρχαιολόγος και ομότιμος καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Γιώργος Κορρές γεννήθηκε το 1940 και είχε καταγωγή από τη Νάξο. Ηταν γιος του καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανού Κορρέ. Ο Γιώργος Κορρές ήταν μαθητής στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1946 ως το 1958, όπου και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική του εκπαίδευση. Στη συνέχεια, από το 1958 ως το 1963, σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μάλιστα από το 1952 ως το 1962 σαν υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Από το 1963 ως το 1965 πραγματοποίησε αντίστοιχες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης με υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εργάστηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου διετέλεσε, από το 1966 ως το 1973, βοηθός και επιμελητής, από το 1973 ως το 1982, μόνιμος επίκουρος καθηγητής και από το 1982 ως το 2007 τακτικός καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. Ηταν αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Ακαδημίας του Γκέτεμποργκ, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Λάιμπνιτς του Βερολίνου, από το 1996 και των ιδρυμάτων Koldewey Gesellschaft και Winckelmann Gesellschaft.
Αρχαιολογικές έρευνες
Στα πλαίσια της ειδικότητάς του, είχε πραγματοποιήσει πολλές έρευνες σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα και υπήρξε υπεύθυνος ανασκαφών για την Πύλο και τη Μεσσηνία της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1973. Διεξήγαγε επίσης, κατά το διάστημα 1973 με 2005, αρχαιολογικές και γεωφυσικές ανασκαφές σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις της Μεσσηνίας, όπως στην Κουκκουνάρα, τα Καμίνια Κρεμμυδίων, την Τραγάνα Μεσσηνίας, την Περιστεριά, τη Βοϊδοκοιλιά, τον Άγιο Ιωάννη Παπουλίων, το Ρούτση ή Ρούτσι Μυρσινοχωρίου (κοντά και στην Μεταμόρφωση Μεσσηνίας) το 1989, τα Βολιμίδια της Χώρας Μεσσηνίας, το 2005 και άλλα σημεία.
Είχε τιμηθεί με τα μετάλλια Ερρίκου Σλήμαν των Μουσείων Ankershagen, Neubukow, της Ακαδημίας Επιστημών Βερολίνου, καθώς και το μετάλλιο Winckelmann 50ετίας, του ιδρύματος “Winckelmann-Gesellschaft”, στο Στένταλ, το 1990. Είχε λάβει το παράσημο Αξίας της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας, το 1992. Επίσης τιμήθηκε, από διάφορους άλλους φορείς, για την ανασκαφή και ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Μεσσηνίας και της Τριφυλίας.
Εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του, το 1970, με τίτλο: “Τα μετά κεφαλών κριών κράνη: Η κεφαλή κριού ως έμβλημα αρχής”, (κριοφόρα κράνη), στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην εργογραφία του περιλαμβάνονται πρωτότυπες έρευνες και πολλά άρθρα σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ είχε δημοσιεύσει επίσης αρκετά βιβλία και είχε συμμετάσχει σε διάφορα συλλογικά έργα και διεθνή συνέδρια.