Eίχαμε ενδείξεις από την πρώτη στιγμή αλλά ήταν όλα υπό διερεύνηση εξηγούν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που χειρίστηκαν την υπόθεση, στο ερώτημα του Skaigr γιατί χρειάστηκαν 37 ημέρες για να πέσει η αυλαία στο «θέατρο» του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, καθ’ ομολογίαν δολοφόνου της 20χρονης Καρολάιν.
Όλες αυτές τις ημέρες, όπως αναφέρουν, προσπαθούσαν μέσω των στοιχείων να τεκμηριώσουν αν τελικά ήταν «ορατοί» ή «αόρατοι» οι ληστές που επικαλείτο αρχικά ο 33χρονος.
Σημειώνουν δε πως ναι μεν αντιλήφθηκαν «προβληματικές περιοχές» σε αυτά που υποστήριζε ο πιλότος, όμως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε περαιτέρω εξέταση του ελλείψει στοιχείων που να επιβεβαιώνουν την εμπλοκή του.
Είχαν να αντιμετωπίσουν, όπως υπογραμμίζουν, έναν άνδρα που μόλις είχε «χάσει» την σύζυγό του και έπρεπε να στηρίξει το παιδί τους που άφησαν ορφανό οι «αόρατοι κακοποιοί» που είχε εφεύρει.
Ήταν διττό το ερώτημα, αναφέρουν χαρακτηριστικά. Αν δεν ήταν οι ληστές, θα ήταν σίγουρα ο Μπάμπης. Οπότε έπρεπε αρχικά να αποκλειστεί η ληστεία. Όταν τα δεδομένα απέκλειαν το σενάριο του πιλότου, τότε αυτομάτως μπήκε ο ίδιος στο κάδρο των ερευνών.
«Νωρίτερα δεν μπορούσαμε να εξετάσουμε τον Μπάμπη για λόγους στρατηγικής» τονίζουν οι ίδιοι αξιωματικοί. Εξηγούν πως ο 33χρονος δεν ανακρίθηκε λεπτομερειακά εξαρχής καθώς αυτό έπρεπε να γίνει σε συγκεκριμένο χρόνο. «Προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία ότι δεν συνέβη η ληστεία, παράλληλα όμως συγκεντρώναμε και αυτά που αποδείκνυαν την ενοχή του».
Οι ίδιες πηγές μιλώντας στο Skaigr αναφέρουν πως η εξέταση των πειστηρίων έφερνε νέα δεδομένα. «Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία και ανάλογα με τα πειστήρια προχωράμε», λένε ενδεικτικά.
Υπενθυμίζεται πως η Διευθύντρια Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, Υποστράτηγος Πηνελόπη Μηνιάτη στην ενημέρωση για την εξιχνίαση του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά είχε αναφέρει πως «τα αποτελέσματα των πολυήμερων εξετάσεων κατέδειξαν την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενώ έγινε άμεσα κατανοητό ότι ο τρόπος και η μεθοδολογία της υπόθεσης αυτής απαιτούσαν περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση» προσθέτοντας πως «στο σημείο αυτό των εργαστηριακών εξετάσεων, απεδείχθη εξαιρετικά κρίσιμη η αξιοποίηση του ψηφιακού υλικού που παραδόθηκε από την Ασφάλεια Αττικής και εξετάσθηκε από το Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων. Κατά την εξέταση των ψηφιακών δεδομένων έγινε άμεσα αντιληπτό, από το εξειδικευμένο προσωπικό μας, ότι βάσει των στοιχείων που προέκυπταν, υπήρχαν έντονες αναντιστοιχίες. Μια σειρά ερωτημάτων θα έπρεπε να τεθούν, οι απαντήσεις των οποίων απεδείχθησαν πολύτιμα και καθοριστικά στοιχεία για την εξιχνίαση της υπόθεσης».
Παράλληλα, ο Προϊστάμενος Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής, Αστυνομικός Υποδιευθυντής Κωνσταντίνος Χασιώτης είχε δηλώσει πως η εξέταση κάποιων πειστηρίων και ιδιαίτερα των ψηφιακών πειστηρίων που είχαν κατασχέσει από τον χώρο, έδωσε κάποιες ενδείξεις εμπλοκής του συζύγου και ειδικά κάποια από τα πειστήρια που έδειχναν κίνηση αντικειμένων και ειδικά του τηλεφώνου του συζύγου κατά τον χρόνο που αυτός είχε δηλώσει ότι ήταν δεμένος.
«Για να επιβεβαιώσουμε αυτές τις υποψίες που είχαν δημιουργηθεί, θα έπρεπε να εξετάσουμε πλέον σχολαστικά και με ιδιαίτερες λεπτομέρειες τον σύζυγο, τον οποίο φέραμε στα γραφεία μας στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση και πλέον τον εξετάσαμε με σχολαστικότητα και θέτοντας του ιδιαίτερα ερωτήματα. Κατά την αρχική συζήτηση μαζί του όμως μαζί του και πριν προλάβουμε να εκθέσουμε σε αυτόν τα ευρήματα της έρευνάς μας, απέτρεψε την συζήτηση πάνω στη σχέση που είχε με το θύμα, πάνω στη σχέση που είχε με το παιδί του και προς έκπληξή μας πάνω στη σχέση που είχε δημιουργηθεί με την ομάδα που ερευνούσε την υπόθεσή του και ιδιαίτερα με τον επικεφαλής της ομάδας αυτής. Συνεχίζοντας λοιπόν τη συζήτηση πάνω στα ζητήματα που είχε ο ίδιος αρχίσει να θέτει, σε κάποιο στάδιο της εξέτασής του, ήθελε να μας διαβεβαιώσει ότι ποτέ δεν ήθελε να εξαπατήσει και να πει ψέματα και το μόνο που ήθελε ήταν να αποφύγει την σύλληψη για να μείνει με το παιδί του , έξω από την φυλακή. Αυτό γρήγορα οδήγησε στην ομολογία της πράξης του, την οποία απέδωσε σε έναν διαπληκτισμό που είχαν με τη σύζυγό του. Αυτός ο διαπληκτισμός δημιούργησε μία έκρηξη συναισθήματος και δεν άργησε να οδηγήσει στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε. Επιβεβαίωσε τα ευρήματα τα ιατροδικαστικά, ότι δηλαδή, επέφερε το θάνατο στη σύζυγο του, με ασφυκτικό μηχανισμό, όπως λέμε και στη συνέχεια περιέγραψε τις κινήσεις του, όπως την παραβίαση του παραθύρου, την οποία ο ίδιος έκανε, την έρευνα που δημιούργησε στο χώρο, την θανάτωση του σκύλου που υπήρχε μέσα στο σπίτι, αναφέρθηκε στην αφαίρεση μιας κάρτας μνήμης από την κάμερα που ήταν εγκατεστημένη στο χώρο του σαλονιού, ώστε να μην είναι διαθέσιμο στην αστυνομία το υλικό που είχε καταγραφεί. Μας είπε ότι ο ίδιος έδεσε τον εαυτό του και τηλεφώνησε στην Άμεση Δράση , όλα αυτά όπως ήδη είναι αντιληπτό, αλλά μας το είπε και ο ίδιος, έγιναν προκειμένου να σκηνοθετήσει το χώρο έτσι ώστε να πείσει την αστυνομία ότι πρόκειται για ληστεία».
Πηγή skai.gr