Οι “επισκέψεις” του ιού γίνονταν όλο και πιο συχνά, όλο και πιο κοντά. Ο κορονοϊός χτύπησε φίλους, μετά τα παιδιά τους, τους παππούδες τους και κάποια στιγμή τους περισσότερους από τους συναδέλφους τους.
Όσοι την είχαν γλιτώσει μέχρι τώρα, θεώρησαν τους τελευταίους μήνες ότι ήταν ζήτημα χρόνου να δεχθούν κι αυτοί “επισκέψεις”. Κάποιοι ωστόσο άντεξαν και το κύμα της Όμικρον, το οποίο στο μεταξύ βρίσκεται σε υποχώρηση έχοντας μολύνει εκατομμύρια ανθρώπους. Με λίγα λόγια σε περισσότερα από δύο χρόνια πανδημίας ορισμένοι δεν έχουν νοσήσει ή μολυνθεί εν γνώσει τους με τον Sars-Cov-2.
Αν ρωτήσετε εκείνους που ανήκουν σε αυτήν την ευτυχή ομάδα, θα ακούσετε μια ολόκληρη σειρά υποθέσεων σχετικά με πιθανές αιτίες. Ορισμένοι το αποδίδουν στο ότι συμμορφώθηκαν απολύτως με τους κανόνες καθαριότητας και πρόληψης, άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς, επειδή δεν έτυχε να έρθουν σε επαφή με κάποιον που αργότερα νόσησε ή δεν έτυχε να μολυνθούν σε κάποιο μπαρ. Άλλοι πιστεύουν ότι μάλλον μολύνθηκαν, αλλά δεν παρουσίασαν συμπτώματα, κυρίως την αρχική περίοδο που δεν υπήρχαν τα τεστ, ή εμφάνισαν συμπτώματα αλλά τα τεστ δεν εντόπισαν κορονοϊό. Επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα του λάθους στη λήψη δείγματος ή λάθος στο timing.
Τεστ, γονίδια, ομάδες αίματος, εμβόλιο
Οι επιστημονικές προσεγγίσεις για την εξήγηση του φαινομένου είναι βαθύτερες, ωστόσο οριστική απάντηση στο ερώτημα, γιατί ορισμένοι δεν έχουν νοσήσει από κορονοϊό, δεν υπάρχει. Ίσως όμως το κλειδί να βρίσκεται σε ένα συνδυασμό πολλών παραγόντων. “Υπάρχουν διάφορες υποθέσεις που φαίνονται εύλογες” λέει ο Λέιφ Ζάντερ, επικεφαλής της Κλινικής Λοιμωδών Νοσημάτων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité.
“Καταρχήν θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι ένας όχι και τόσο μικρός αριθμός λοιμώξεων περνά σε μεγάλο βαθμό ή εντελώς απαρατήρητος”. Σε μια σύνοψη του τέλους του 2021 που δημοσιεύτηκε στο Jama Open Network οι συγγραφείς ανέφεραν ότι ακόμη και σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένων μολύνσεων από κορωνοϊό περίπου το 40% δεν έδειξε σημάδια ασθένειας τη στιγμή που έγινε το τεστ. Βάση γι αυτήν την διαπίστωση ήταν σχεδόν 100 διαφορετικές διεθνείς μελέτες με δεδομένα από συνολικά 30 εκ. ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο η συχνότητα του τεστ παίζει ρόλο στην ανίχνευση λοιμώξεων. Όσοι κάνουν σπάνια τεστ, έχουν περισσότερες πιθανότητες να μην πρόσεξαν κάποια ήπια λοίμωξη ή ακόμη και ασυμπτωματική.
Γιατί με τα πολλά τεστ οι ήπιες λοιμώξεις είναι πιο πιθανό να ανιχνευτούν. Εκτός αυτού υπάρχουν και τα γονίδια, που πιθανόν να παίζουν επίσης κάποιον ρόλο. “Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που λόγω γενετικών χαρακτηριστικών είναι δύσκολο να μολυνθούν με το πλασμώδιο του Λαβεράν, που προκαλεί ελονοσία ή με τον ιό Ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου HIV” λέει ο Ζάντερ. “Σε κάποιο βαθμό αυτό μπορεί να συμβαίνει και με τον Sars-CoV-2. Αλλά οι γενετικοί παράγοντες δεν είναι πλήρως κατανοητοί”.
Όπως εξηγεί ο Ουλφ Ντίτμερ, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ιολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείο του Έσεν, η γενετική σύνθεση του ανοσιακού συστήματος, τα λεγόμενα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας HLA, παίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία από την Covid-19. Αλλά και οι ομάδες αίματος δεν έχουν μόνο επηρεάσει την σοβαρότητα της νόσου, αλλά ίσως και την μετάδοση του ιού, όπως φαίνεται. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που υποτιμάται, η προστασία που παρέχει ο εμβολιασμός.
Το επίπεδο των αντισωμάτων στο αίμα, το οποίο μπορεί να καταστήσει αβλαβείς τους ιούς και τις παραλλαγές του που διεισδύουν στον οργανισμό, υποχωρεί κάποια στιγμή μετά τον εμβολιασμό. Αλλά η προστασία παραμένει και είναι σημαντική για τους επόμενους μήνες. “Αυτό μειώνει επίσης τις λοιμώξεις” θυμίζει ο Ζάντερ.
“Κανείς δεν είναι αιωνίως ασφαλής”
Βέβαια, η ανοσοαπόκριση από τον εμβολιασμό διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. “Αλλά όταν είναι ιδιαίτερα καλή, ο συνδυασμός του εμβολιασμού και προηγούμενης μόλυνσης με έναν από τους 4 κορονοϊούς ενός κοινού κρυολογήματος, μπορεί επίσης να παίξει ρόλο” επισημαίνει ο καθηγητής από το Charité. Ο λοιμωξιολόγος Ουλφ Ντίτμαρ προσθέτει στην όλη προβληματική κάτι που είναι γνωστό, ότι υπάρχει μια ειδική υποκατηγορία αντισωμάτων που παρέχει ιδιαίτερα καλή προστασία στις λοιμώξεις κορονοϊού.
“Η μέτρηση όμως είναι περίπλοκη, οπότε κανείς δεν θέλει να ξέρει, εάν έχει αυτά τα αντισώματα ή όχι”. Κατά τον Ζάντερ στα παιδιά παρατηρείται το φαινόμενο να έχουν γενικά πιο έντονα ενεργοποιημένο έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα, με άλλα λόγια το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι ενεργοποιημένο πριν δεχθεί τον ιό. Επιπλέον, υπάρχει και το ότι οι άνθρωποι αμέσως μετά από μια λοίμωξη είναι γενικά λιγότερο ευαίσθητοι τις επόμενες ημέρες στον επόμενο παθογόνο ιό που “κρύβεται” στον οργανισμό. “Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στις λεγόμενες ιντερφερόνες, ειδικά αντισώματα στη βλεννογόνο μεμβράνη, τα οποία μειώνουν επίσης την ευαισθησία στην Covid-19”. Ένας ακόμη πιθανός παράγων, όπως λέει ο Ζάντερ, είναι ότι σε μερικούς ανθρώπους το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να “πετάξει” τον ιό από το σώμα πολύ γρήγορα.
“Σε μια σουηδική μελέτη οι ερευνητές βρήκαν ειδικά Τ κύτταρα σε άτομα που δεν έγιναν ποτέ θετικά μετά από επαφή με μέλη της οικογένειάς τους που νόσησαν, σημάδι ότι το ανοσιακό τους σύστημα έχει “αντιμετωπίσει” τον Sars-CoV-2, ακόμη κι αν η λοίμωξη και τα αντισώματα δεν είναι πια ανιχνεύσιμα”.
Ποιο είναι το επιμύθιο από όλα αυτά; Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Όποιος πιστεύει ότι την έχει γλυτώσει, ίσως να έχει ήδη περάσει κορονοϊό. Ή ο οργανισμός του να έχει επωφεληθεί από ορισμένες προσωρινές επιδράσεις άγνωστων γενετικών παραγόντων και συμπτώσεων. Το συμπέρασμα του Ζάντερ: “Το γεγονός ότι δεν έχετε μολυνθεί στο παρελθόν, δεν σημαίνει ότι είστε ασφαλείς αιωνίως. Μπορεί μια νέα παράλλαξη του ιού ή μια διαφορετική συγκυρία να κάνει την κατάσταση εντελώς διαφορετική”.
Πηγη: Deutsche Welle