«Τους ταΐζαμε όρθιοι. Δεν καθόμασταν ποτέ. Και ήταν μια πίεση γι’ αυτούς, πολλές φορές μου έλεγαν οι άνθρωποι να καθίσω γιατί ήθελαν χρόνο, κοντεύαν να πνιγούν. Εμένα μου είχε γίνει και σύσταση, ότι είμαι πολύ ευαίσθητη που δεν χρησιμοποιούσα σύριγγα με πολτοποιημένο φαγητό που έκαναν στους καταθλιπτικούς που δεν άνοιγαν καν το στόμα τους.
Άνοιγαν το κάτω χείλος τους και πατούσαν τη σύριγγα με δύναμη και αμέσως μετά νερό για να κατεβεί η μπουκιά. Οι άνθρωποι πολλές φορές τα φτύνανε. Γίνονταν πολλά βίαια πράγματα. Και είχαμε και περιπτώσεις που είχανε τα αναμενόμενα, άνθρωποι υπέκυψαν.
– Πνίγηκε άνθρωπος την ώρα που τους τάιζαν;
– … (γνέφει καταφατικά). Εγώ είδα την κινητικότητα εκεί όταν συνέβη και όταν ρώτησα μου είπαν ότι δεν έγινε τίποτα. Το έμαθα από τους υπόλοιπους μετά… Έχω δει πολλούς θανάτους συνολικά. Γύρω στα 25- 30 άτομα σίγουρα».
Πώς πέθαιναν οι άνθρωποι
Ερωτηθείσα πώς έβλεπε να συμβαίνουν οι θάνατοι στο ίδρυμα, απάντησε:
«Έκαναν πυρετό, μας λέγανε ότι δεν είχαν καλό οξυγόνο, μπλάβιζαν. Πολλοί πέθαιναν με ανοικτά τα μάτια. Γιατρός δεν ερχόταν καν να πιστοποιήσει. Τους συγγενείς τους ενημέρωναν σπάνια εκείνη τη στιγμή, μπορεί να το έκαναν την επόμενη μέρα, ή όταν πήγαινε στο νεκροτομείο.
Μπορεί να έπαιρναν τηλέφωνο και να έλεγαν ότι δεν πάει καλά και ότι τον περιμένουμε να πεθάνει. Πολλές φορές τους ετοιμάζανε οι ίδιοι (σ.σ. τους νεκρούς), συνεννοούμενοι με το γραφείο τελετών, γιατί κάποιοι είχαν συγγενείς στο εξωτερικό και δεν υπήρχε εδώ συγγενής να τους παραλάβει, για να τον πάρουν ντυμένο.
Πολλοί όμως είχαν κατακλίσεις που οι συγγενείς δεν το ήξεραν καν. Τα σώματά τους είχαν ανοίξει…».
Έδεναν και όσους δεν χρειαζόταν
Δήλωσε, επίσης, ότι έδεναν τους τρόφιμους, ακόμη και όσους δεν υπήρχε ανάγκη:
«Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ήταν δεμένοι. Ακόμα και περιπατητικοί. Ακόμα και αυτοί που καταλάβαιναν και έλεγαν ότι δεν θα σηκωθούν. Οι περιπατητικοί ούτε με περπατούρα δεν κινούνταν, με την πρόφαση ότι μπορεί να πέσουν. Τους έδεναν και πολύ άσχημα.
Το κάθε πόδι κάτω απ την καρέκλα, στη μέση, πολλές φορές και εδώ (σ.σ. δείχνει το στήθος), ούτε ζώο δεν δένεις έτσι. Και το τελευταίο τρίμηνο που ήμουν εκεί, κλαίγανε. Μας φιλούσαν τα χέρια. Εμένα μου είχαν πει να μιλήσω, υπήρχαν περιπτώσεις που μου λέγανε να το πω στα παιδιά τους.
– Και γιατί δεν μιλούσαν οι ίδιοι στα παιδιά τους όταν τους έβλεπαν;
– Προσπαθούσαν, αλλά έμπαινε σφήνα η διευθύντρια ή οι »ειδικοί» βοηθοί νοσηλευτές, οι χρόνιοι »θαμώνες».
Σκληρές εικόνες
Γιατρός ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα από μια ώρα το πολύ, δεν άγγιζε, έβλεπε από μακριά και έφευγε. Άνθρωποι κλαίγανε, πολλές φορές μου ζητούσαν εγώ να του πω κάτι. Εγώ τους γυρνούσα και του έδειχνα τις πλάτες τους, να δει το δέρμα τους και τότε μόνο έδινε καμιά κρέμα.
Εγώ πήγα ως ανειδίκευτο προσωπικό, βοηθός νοσηλευτή. Βάζανε κλύσματα, βάζανε διπλά υπόθετα.
Έχω δει να βάζουν ολόκληρο χέρι στον ποπό ανθρώπων, για να βγάλουν τα κόπρανα και οι άνθρωποι σφάδαζαν από τον πόνο. Και μου έλεγαν ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Ευτυχώς δεν μπήκα στη διαδικασία και έφυγα πριν χρειαστεί να τα κάνω και εγώ».
Άσχημες συνθήκες διαβίωσης
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ άσχημες, τονίζει:
“Είχαμε καγκελάκια που στέγνωναν έξω από τα δωμάτια τις βρεγμένες πετσέτες. Είχε υγρασία, οι άνθρωποι κρύωναν. Πολλές φορές πλένανε όλες τις κουβέρτες μαζί και δεν είχαμε να τους δώσουμε. Υπήρχαν άνθρωποι κατουρημένοι, τέσσερις ώρες μπορεί να καθόταν ο άνθρωπος στα κακά του μέχρι να τον σηκώσουν να πάει στην τουαλέτα. Επίσης δερματικές παθήσεις, ψείρες. Και τους βάζανε Aroxol, Teza, εντομοκτόνα δηλαδή, στο κεφάλι. Κοκκίνιζε το κεφάλι, κάνανε μπάνιο μετά, αλλά πολλές φορές αν δεν καθάριζαν, τους έκοβαν γουλί τα μαλλιά.”
Ακόμα, η πρώην υπάλληλος κάνει αναφορά στο υπόγειο του κτιρίου, όπου φέρονται να υπήρχαν τρόφιμοι σε κακή κατάσταση:
«Στο υπόγειο ήταν πολύ άσχημες οι συνθήκες, μύριζε πάντα σήψη, μύριζε κρέας. Αρωμάτιζα τη μάσκα μου για να μπω. Τα στόματα των ανθρώπων μύριζαν. Στο υπόγειο έβαζαν αυτούς που πλήρωναν λιγότερα ή αυτούς που είχαν συγγενείς μακριά και δεν μπορούσαν να έρθουν επίσκεψη.
Πιστεύω ότι κάποιοι πλήρωναν και κανονικό δωμάτιο πάνω και μετά τους έβαζαν κάτω χωρίς να το ξέρουν οι άνθρωποι».
«Θύμιζε περισσότερο κολαστήριο»
Εν τω μεταξύ, απάνθρωπη συμπεριφορά, στα όρια των βασανιστηρίων. καταγγέλλει ένας άλλος πρώην εργαζόμενος στο εν λόγω γηροκομείο. Υπογράμμισε, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Mega, πως η μονάδα θύμιζε περισσότερο κολαστήριο.
«Τους δένανε, τους δέρνανε, τους ναρκώνανε για να μην έχουν τόση ενέργεια γιατί κάποιοι ήταν διεγερτικοί…Με πήραν χαμπάρι γιατί έκανα πως τους έδενα, αλλά δεν τους έδενα. Μου βάλανε χέρι κατάλαβαν ότι ήμουν αντιδραστικός, ότι δεν θέλω να τους δένω και τους έδεναν οι ίδιοι», τόνισε
Ο ίδιος για βιοποριστικούς λόγους κατάφερε να μείνει μόλις πέντε μήνες στην μονάδα αυτή, ωστόσο αισθανόταν αφόρητες τύψεις βλέποντας τους αβοήθητους γέροντες να υποσιτίζονται όπως ο ίδιος αναφέρει.
«Μπορεί να τους τάιζαν μια μπανάνα, πέντε άτομα. Το φαγητό, ενώ έλεγαν ότι έχουν κρέατα και λοιπά, μα φορά το μήνα και αν…» πρόσθεσε.
Η κόρη μιας από τις ηλικιωμένες που βίωναν τις απάνθρωπες όπως φαίνεται συνθήκες, περιέγραψε σε τι κατάσταση έφυγε από τη ζωή η μητέρα της.
«Τους αφαιρούσαν χρυσά δόντια»
«15 μέρες πριν πεθάνει, δεν μιλούσε πια, μόνο κοιτούσε. Είχε πληγές, τα πόδια της θύμιζαν τους κρατούμενους στο Άουσβιτς, τόσο αποστεωμένα ήταν. Και όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, δεν μας την έφεραν στο σπίτι. Θεωρώ ότι το έκαναν για να μη φανεί η κατάσταση στην οποία βρισκόταν», υποστήριξε.
Ο πρώην εργαζόμενος καταγγέλλει πως οι υπεύθυνοι της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων, προσπαθούσαν να καρπωθούν οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο είχαν οι τρόφιμοι.
«Τους αφαιρούσαν μασέλες, χρυσά δόντια…», συμπλήρωσε.
«Αυτά τα οποία έχουν κατατεθεί, ότι μια ηλικιωμένη αφέθηκε στο έλεος του Θεού, εγκαταλείφθηκε μετά από πέσιμο, άνοιγμα στο κεφάλι, τεραστίων διαστάσεων τρύπα, όλα αυτά, είναι ασύστολα ψεύδη. Εγώ προκάλεσα να γίνει η εκταφή, γιατί καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» σημείωσε η ιδιοκτήτρια της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων.
Τις επόμενες ημέρες δεν αποκλείεται να πραγματοποιηθούν εκταφές ηλικιωμένων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο ίδρυμα, ώστε να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο ευσταθούν οι καταγγελίες.