Παραμονές Χριστουγέννων Στο Βελβεντό, μια κωμόπολη έξω από την Κοζάνη, η 37χρονη Ανθή Λινάρδου κάθεται στον καναπέ του μεγάλου σαλονιού και πλέκει «μανιασμένα». Τα παιδιά της, ο 8χρονος Μανώλης και οι πεντάχρονες δίδυμες Ευανθία με την Παρασκευή, βρίσκονται στο σχολείο, ενώ ο άνδρας της, ο Τάσος, στα κτήματα.
Η Ανθή θέλει να σηκωθεί, να περπατήσει, να τρέξει, να φύγει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού που αισθάνεται να την πνίγουν, αλλά δεν μπορεί. Το πόδι της είναι σπασμένο από «γλίστρα στη σκάλα», όπως λέει η γειτονιά. Σταματάει να πλέκει και κοιτάζει ανέκφραστη το κενό βυθισμένη στις αναμνήσεις της.
Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά, τη χαρά της όταν πέρασε στο ΤΕΙ Μηχανολογίας Κοζάνης, τη γνωριμία της με τον Τάσο, τον γάμο τους στην κεντρική εκκλησία του χωριού, το ξέφρενο γλέντι, τον ερχομό των λατρεμένων της παιδιών…
Ενώ ξεκίνησε την αναπόληση ευχάριστα, το χαμόγελο παγώνει όταν φέρνει στο μυαλό της το μίσος που τρέφει για εκείνην η πεθερά της και η αντιπάθεια του πεθερού της κάθε φορά που την κοιτάζει. Οι προσβολές που έχει ακούσει όλα αυτά τα χρόνια από τις αδελφές του άνδρα της. Θέλει να φύγει, αλλά δεν μπορεί…
Και δεν είναι μόνο το σπασμένο πόδι που την κρατά αιχμάλωτη στο σπίτι…
Θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει, θα πάει στη μάνα της, στην αδελφή της, στις παιδικές της φίλες στον Πειραιά, εκεί που υπάρχει αγάπη….
Η Ανθή το είχε πει στον άντρα της όταν πήγαν στον Πειραιά, ότι δεν άντεχε πλέον.
Όμως η Ανθή από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της εδώ την αγάπησαν.
Όλοι, εκτός από την οικογένεια του άντρα της, που δεν την ήθελε ποτέ.
Μικρή επαρχιακή κωμόπολη το Βελβεντό, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά.
Κάθε κίνηση είναι εκτεθειμένη στην κριτική ματιά του κόσμου.
Πίσω από τους πέτρινους τοίχους των παραδοσιακών σπιτιών όλοι γνώριζαν την αλήθεια: με την οικογένεια του Μανώλη Τσιουχάρα κάτι δεν πήγαινε καλά.
Είναι Σάββατο 9 Ιανουαρίου όταν ο Τάσος επιστρέφει στο σπίτι, νευρικός, απότομος, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια για το παραμικρό.
Η ώρα πλησιάζει 11 και η Ανθή έχει ξαπλώσει. Τα τρία παιδιά κοιμούνται παραδίπλα και η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιοι περαστικοί ακούνε φωνές από το σπίτι της οικογένειας Τσιουχάρα. Κι ύστερα σιγή.
Η Εξαφάνιση
Είναι Κυριακή 10 Ιανουαρίου, και Τάσος Τσιουχάρας κατευθύνεται στο Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της Ανθής, η οποία του είπε ότι θα βγει για ένα ποτό με μια φίλη της κι έκτοτε αγνοείται. Λίγο αργότερα, μία φίλη της Ανθής τηλεφωνεί στον Τάσο για να μάθει τι συμβαίνει: «Τι να σου πω τώρα κι εσένα;
Όταν γύρισα στο σπίτι το βράδυ του Σαββάτου, τη βρήκα μέσα στα νεύρα. Μου είπε πως δεν μπορεί άλλο με τα παιδιά και πως βγαίνει να πιει ένα ποτό. Να φανταστείς πως από τα νεύρα της, έβγαλε μόνη της τον νάρθηκα και έφυγε. Όχι, δεν μαλώσαμε».
Ενώ ο κόσμος ζει μέσα στην παραζάλη των εορτών η είδηση της εξαφάνισης της Ανθής ταξιδεύει με ταχύτητα αστραπής στο Βελβεντό συγκλονίζοντας την τοπική κοινωνία και την ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης.
Άπαντες κινητοποιήθηκαν για την ανεύρεσή της κοπέλας από την πρώτη στιγμή, στο άκουσμα της είδησης.
Η Ασφάλεια Κοζάνης, , προκειμένου, να εντοπίσει την γυναίκα, ζήτησε από καταστηματάρχες του Βελβεντού να ανοίξουν τις κάμερες ασφαλείας και να δουν το καταγεγραμμένο υλικό, αλλά όπως φαίνεται, ούτε και αυτό στάθηκε ικανό να δώσει κάποιο νέο στοιχείο. Από το πρωί της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου, Αστυνομική δύναμη της Κοζάνης, η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης Κοζάνης, μαζί με τους κατοίκους του Βελβεντού, χτένισαν κυριολεκτικά το χωριό περιμετρικά, αλλά και εντός του χωριού, ενώ οι βατραχάνθρωποι πέφτουν στη λίμνη Πολυφύτου.
Όλοι ρωτούν, όλοι ανησυχούν, όλοι αγωνιούν.
Η σχεδόν όλοι καλύτερα….
Η έκθεση στα ΜΜΕ
Με ιδιαίτερη ψυχραιμία ο σύζυγος της Ανθής δίνει τις λεπτομέρειες του συμβάντος στο Kozanilife.gr .
«Όταν γνωρίζεις κάποιον δέκα χρόνια τον καταλαβαίνεις. Εάν μου είχε πει κάτι, δε θα την άφηνα να φύγει . Η σύζυγός μου από το απόγευμα του Σαββάτου έδειχνε ότι κάτι την απασχολούσε, ήταν καταβεβλημένη και η αιτιολογία ήταν ότι είχε μαλώσει τα παιδιά. Γύρω στις 21:30 το βράδυ του Σαββάτου μου είπε ότι θα βγει και γύρω στις 10 παρά βγήκε για ποτό. Εγώ είχα αποκοιμηθεί, δεν την είδα να βγαίνει.
Κατά τις 23:00 το βράδυ, ξύπνησα και είδα ότι δεν επέστρεψε, αλλά δεν ανησύχησα, γιατί είχε περάσει μόνο μία ώρα. Το πρωί διαπίστωσα ότι δεν είχε επιστρέψει, άρχισα να ανησυχώ και κάλεσα την Αστυνομία. Δεν πήρε μαζί της προσωπικά αντικείμενα, χρήματα, κινητό, ούτε και ρούχα. Είχε κάταγμα στο πόδι, είχε βγάλει την Παρασκευή τον γύψο και ήταν με τον νάρθηκα. Βέβαια, έβγαλε και τον νάρθηκα, παρόλο που ο γιατρός της είπε να μην τον βγάλει και περπατούσε με πατερίτσες».
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν μόνο ο σύζυγος ψύχραιμος, αλλά όλη η οικογένεια Τσιουχάρα δεν έδειχνε κανένα σημάδι ανησυχίας.
Ο πεθερός της δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι της έχει συμβεί κακό.
«Δεν έχει δώσει σημεία ζωής, όμως πιστεύω ότι δεν της έχει συμβεί κάτι. Έχω την εντύπωση ότι έφυγε με κάποιον. Ήταν συνεννοημένο το πράγμα. Έφυγε με σπασμένο το πόδι, δε μπορούσε να φύγει μόνη της. Δεν πήρε τίποτα μαζί της ούτε άφησε κάποιο σημείωμα. Δεν της άρεσε η ζωή εδώ και πιστεύω ότι έφυγε»…
Πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών ο κόσμος αρχίζει να σιγοψυθυρίζει ότι η Ανθή δεν έφυγε με την θέληση της, παρά τις δηλώσεις του πεθερού της ότι «το ’σκασε με άλλον…
Η Ανθή φοβόταν
Την ίδια ώρα, οι μαρτυρίες από την πλευρά του συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος της Ανθής, είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού του ζεύγους. Μία φίλη της με την οποία έκανε πολύ παρέα, είπε ότι μίλησε μαζί της το πρωί του Σαββάτου, στο κινητό ενώ στη συνέχεια, μίλησαν ξανά μετά το μεσημέρι, περίπου στις 16:00.
“Ήταν λίγο απογοητευμένη γενικώς η Ανθή. Δε ήταν στα πολύ καλά της αλλά έκανε σχέδια για το μέλλον. Έκανε αναβάθμιση το πτυχίο της, έκανε ταυτόχρονα ιταλικά, ονειρευόταν να βγει κάποια προκήρυξη και να μπει σε κάποια υπηρεσία. Να σταθεί στα πόδια της και να φτιάξει την Ανθή που είχε”. Η Ανθή σκεφτόταν να επιστρέψει στον Πειραιά.. Επειδή όμως δεν είχε δουλειά, μου έλεγε: Πού να πάω με τρία παιδιά; Το σκεφτόταν. Πολύ…”
Το μοιραίο λάθος
Οι έμπειροι αστυνομικοί της Ασφάλειας από την πρώτη στιγμή βλέπουν ότι κάτι δεν πάει «κολλάει» στην υπόθεση, ότι υπήρχαν πολλά κενά στις καταθέσεις του συζύγου.
Ιδιαίτερη εντύπωση στους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ έκανε το γεγονός ότι η Ανθή έφυγε από το σπίτι ξαφνικά χωρίς να πάρει τίποτα μαζί της, εγκαταλείποντας τα παιδιά της. Οι έρευνες στο σπίτι «έδειξαν» στους αστυνομικούς, από την πρώτη στιγμή, ότι η Ανθή δεν φαινόταν να είχε φύγει με τη θέλησή της.
Ενώ η 37χρονη είχε κάταγμα στο πόδι και φορούσε νάρθηκα, οι πατερίτσες της βρέθηκαν στο σπίτι. Σαν να μην έφτανε αυτό, βρέθηκαν επίσης τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, και το κινητό της τηλέφωνο. Τα παραπάνω στοιχεία έκαναν τους έμπειρους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ και να στρέψουν τις έρευνες πάνω στον σύζυγο
Ο ισχυρισμός του 40χρονου Τάσου Τσιουχάρα ότι η Ανθή πήγε για ποτό και δεν γύρισε ποτέ όχι μόνο δεν έπεισε τους έμπειρους αστυνομικούς της Ασφάλειας αλλά τους ώθησε να ερευνήσουν εξονυχιστικά το σπίτι του ζεύγους.
Ο Τάσος Τσιουχάρας επέμενε στην αρχική του κατάθεση και δεν «έσπασε» ούτε κατά τη δεύτερη κατάθεσή του, η οποία διήρκεσε 19 ολόκληρες ώρες .Κατά τη διάρκεια της οι αστυνομικοί μέσα από συνεχείς κι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις προσπαθούσαν να τον κάνουν να ομολογήσει.
Οι συνεχείς αντιφάσεις στις οποίες έπεφτε διαρκώς, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία που είχαν συλλέξει, συνηγορούσαν στο ότι η άτυχη γυναίκα είχε πέσει θύμα του ίδιου της του συζύγου.
Το χωράφι
Στις 13 Ιανουαρίου 2016 πέφτει με τον πιο τραγικό τρόπο η αυλαία στο θρίλερ της εξαφάνισης της 37χρονης Ανθής Λινάρδου.
Ένα χωράφι ιδιοκτησίας του Τάσου Τσιουχάρα λίγο πιο έξω από το κέντρο του Βελβεντού είχε κινήσει εξ’ αρχής τις υποψίες των αστυνομικών αρχών, καθώς είχε οργωθεί προσφάτως. Μάλιστα, εκείνο που παραξένεψε τους άνδρες της αστυνομίας ήταν το γεγονός ότι το χωράφι δεν είχε οργωθεί ολόκληρο, αλλά μόνο σε ένα του τμήμα. Σε αυτή την έκταση καλλιεργήσιμης γης θα λάβει τέλος το πολυήμερο θρίλερ αναζήτησης της Ανθής Λινάρδου, με το πανελλήνιο να «παγώνει» μπροστά στις καταιγιστικές και σοκαριστικές εξελίξεις.
Καθώς οι έρευνες συνεχίζονταν παρουσία του συζύγου, λίγο μετά τις 14:00 της Τετάρτης, ο εκσκαφέας έφερε στην επιφάνεια ένα μακάβριο εύρημα.
Ήταν το χέρι της άτυχης Ανθής. Ο αστυνομικός που βρισκόταν στο σημείο φώναξε αμέσως στους συναδέλφους του να συλλάβουν τον Τάσο Τσιουχάρα. Εκείνος προσπάθησε να ξεφύγει κι άρχισε να τρέχει. Παρά την αντίσταση που προέβαλε, οι αστυνομικοί τον πιάνουν και ομολογεί την ειδεχθή του πράξη, λέγοντας ένα απλό «την έπνιξα»
Του περνούν χειροπέδες και τον οδηγούν στο αστυνομικό τζιπ το οποίο θα τον μεταφέρει στην Ασφάλεια Κοζάνης.
Η αστυνομία έχει διαλευκάνει την υπόθεση, όμως δυστυχώς είναι πια πολύ αργά για την 37χρονη Ανθή Λινάρδου.
Νεκροψία
Η γυναίκα βρέθηκε στο λάκκο σχεδόν ημίγυμνη θαμμένη με το νάρθηκα στο πόδι της, ενώ από το άλλο πόδι έλειπε το παπούτσι.
Από την ιατροδικαστική έκθεση, προέκυψε πως ο δράστης πρώτα χτύπησε και μετά έπνιξε την άτυχη γυναίκα, καθώς έφερε κάταγμα στο κρανίο και εκχυμώσεις γύρω από τα μάτια πιθανότατα λόγω χτυπημάτων.
Ο θάνατος της ήταν αποτέλεσμα πνιγμονής (πνιγμό), σύμφωνα με τα ευρήματα της νεκροψίας-νεκροτομής.
Οι πρώτες ώρες στο κελί
Αμίλητος με σκυφτό κεφάλι και παγωμένο βλέμμα, ο Τάσος Τσιουχάρας παραμένει για πολλές ώρες σε ένα μικρό κελί στην Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης.
Οι αστυνομικοί, για να μην προκληθούν εντάσεις με άλλους προφυλακισμένους, έχουν το 40χρονο τις περισσότερες ώρες της ημέρας απομονωμένο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης δεν έχει ζητήσει να δει κάποιο συγγενικό του πρόσωπο, αλλά ούτε τον έχει επισκεφθεί κάποιος φίλος ή γνωστός. Η μόνη επαφή που είχε ήταν με το δικηγόρο του κ. Ευάγγελο Παππά.
Βυθισμένος στις σκέψεις του, ο Τ. Τσιουχάρας το μόνο που έχει να πει στους αστυνομικούς που τον φρουρούν είναι ότι δεν είχε πρόθεση να πνίξει την γυναίκα του και πως όλα έγιναν χωρίς να το καταλάβει.
Έμπειροι αστυνομικοί δηλώνουν πάντως εντυπωσιασμένοι από την ψυχραιμία που είχε επιδείξει ο δράστης κατά τη διάρκεια των ερευνών για τον εντοπισμό της γυναίκας του.
Ο αστυνομικός της ασφαλείας Κοζάνης που ανέκρινε τον συζυγοκτόνο αποκαλύπτει τις δραματικές ώρες της ανάκρισης αλλά και το πως έφτασαν στην αποκάλυψη της δολοφονίας.
«Μετά από 20 ώρες που τον είχα μπροστά μου τον κοίταξα και του είπα. Εσύ τη σκότωσες τη γυναίκα σου και όλα είναι θέατρο αυτό πιστεύω. Δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου ακόμα και τη στιγμή που του είπα ότι βρήκαμε το πτώμα της γυναίκας του θαμμένο. Παρέμενε ψύχραιμος και μάλιστα προσπάθησε να δείξει δήθεν και έκπληκτος.
Στην αρχή της έρευνας του είπα πως εγώ πιστεύω ότι αυτός σκότωσε τη γυναίκα του και ενώ περίμενα ότι θα γινόταν έξαλλος και θα έφτανε μέχρι και να με χτυπήσει, εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου. Μάλιστα όταν ομολόγησε και μας περιέγραψε τα πάντα για τη δολοφονία και πως την έθαψε τον ρώτησα αν θέλει κάτι και ενώ περίμενα να μου ζητήσει κάτι που να έχει σχέση με τα παιδιά του, εκείνος ζήτησε νερό και αργότερα έφαγε κανονικά και το φαγητό που του πήγαμε στο κρατητήριο.
Ο αστυνομικός ήταν μαζί του και στο χωράφι που πήγαν για να βρουν το σημείο που την είχε θάψει.
Ήταν ατάραχος. Παρακολουθούσε τη σκηνή που σκάβαμε και το βλέμμα του δεν χαμήλωσε ούτε μια στιγμή. Η μόνη του κουβέντα όταν κατάλαβε ότι είχαν όλα αποκαλυφθεί ήταν: “ναι εγώ το έκανα”»
Όπως αποκαλύπτουν οι αστυνομικοί που ήταν δίπλα του, «πάγωσε» και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «εγώ τη στραγγάλισα και ας πάω ισόβια»…
Ο γολγοθάς των παιδιών της Ανθής σήμερα.
Τα βλέμματα όλων έπεσαν στα τρία παιδιά της γυναίκας, που πλέον ξέρουν όλη την αλήθεια.
Εμφανώς καταβεβλημένη εμφανίστηκε τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου του 2023, η μητέρα της άτυχης Ανθής Λινάρδου στο Δικαστικό Μέγαρο Κοζάνης, μαζί με στενούς συγγενείς της, που δεν έφυγαν στιγμή από δίπλα της. Η ίδια μίλησε για την ταλαιπωρία που έχει υποστεί όλα αυτά τα χρόνια με την απώλεια της κόρης της.
Σε ερώτηση για το τι περιμένει από το δικαστήριο απάντησε με πέντε λέξεις: «Τα ισόβια να είναι ισόβια». Κάθε φορά που φεύγω για κάποιο δικαστήριο τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια χωρις εμένα, τόνισε η μητέρα της άτυχης Ανθής που δολοφονήθηκε.
Οι συγγενείς της Ανθής Λινάρδου, σε όλη αυτή την μακρόχρονη δικαστική διαδρομή από το 2016, έχουν εκφράσει την δυσαρέσκεια τους για τις συνεχείς αναβολές, αλλά αναμένουν από το δικαστήριο μια δίκαιη απόφαση για την απώλεια του δικού τους ανθρώπου.
Τα τρία παιδιά της άτυχης Ανθής σήμερα είναι σε ηλικία 14 ετών ο γιος και 12 αντίστοιχα τα δίδυμα κοριτσάκια της. Έχουν διαβάσει στο διαδίκτυο τα όσα συνέβησαν για τον άδικο χαμό της μητέρας τους και δεν επιθυμούν καμία επικοινωνία με την πλευρά του πατέρα τους.