Κυνικός και χωρίς να δείξει ίχνος μεταμέλειας εμφανίστηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης ο 59χρονος καθ’ ομολογίαν δράστης της στυγερής δολοφονίας του 45χρονου κομμωτή, που σημειώθηκε τον περσινό Ιούνιο στην Καλλιθέα Κατερίνης.
Η υπόθεση είχε προκαλέσει σοκ στην τοπική κοινωνία αλλά και στο πανελλήνιο, όταν αποκαλύφθηκε πως ο δράστης έδεσε με σκοινί το σώμα του θύματος, τον παρέσυρε σε ερημικό σημείο πίσω από τα κοιμητήρια της περιοχής, τον πυροβόλησε εν ψυχρώ με κυνηγετικό όπλο στο κεφάλι και στη συνέχεια τον έλουσε με βενζίνη και του έβαλε φωτιά για να εξαφανίσει τα ίχνη του.
Κίνητρο της δολοφονίας, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα έρευνα, ήταν πως ο 59χρονος δράστης θεωρούσε ότι το θύμα – με το οποίο έκαναν μαζί χρήση ναρκωτικών ουσιών – είχε «καρφώσει» το 2016 στους αστυνομικούς ότι έκανε διακίνηση ναρκωτικών, με αποτέλεσμα να βρεθεί με χειροπέδες.
«Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, θα έκανα το ίδιο»
Κατά τη διάρκεια της απολογία του στην δίκη που ξεκίνησε το πρωί της Τετάρτης, ο 59χρονος που κατηγορείται για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία, αφού ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια, επανέλαβε αρκετές φορές πως αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω θα σκότωνε ξανά τον 45χρονο κομμωτή. Επίσης, τόνισε ότι επιμένει σε όσα είπε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και ότι δολοφόνησε το θύμα καθώς θεωρούσε πως τον είχε καταδώσει στην αστυνομία, λίγες ημέρες πριν μετακομίσει για την Αυστραλία.
Περιγράφοντας καρέ καρέ όσα έγιναν το βράδυ της 15η Ιουνίου του 2021, ισχυρίστηκε ότι συναντήθηκαν με το θύμα στο διαμέρισμά του για να καταναλώσουν αλκοόλ και ναρκωτικά. Στη συνέχεια, τον χτύπησε με το κοντάκι της κοντόκανης καραμπίνας και του έσπασε το σαγόνι, του έβαλε ένα ύφασμα στο στόμα, τον μετέφερε στα κοιμητήρια της Καλλιθέας και εκεί ολοκλήρωσε την αποτρόπαια πράξη του.
«Καθόμασταν στο σπίτι, τρώγαμε, πίναμε τσίπουρο και κάναμε χρήση ναρκωτικών. Τον ρώτησα γιατί μου το έκανε αυτό και του είπα ότι μόνο καλό του είχα κάνει. Μου ζήτησε συγνώμη. Του είπα ότι μεγάλωσα χωρίς γονείς και ότι έχω κάποιες αρχές. Δεν το πήρα καλά και αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω θα έκανα πάλι το ίδιο. Είχα την καραμπίνα κάτω από το μαξιλάρι και ο Γιάννης δεν το ήξερε. Σηκώθηκε και προσπάθησε να αντιδράσει. Έπιασα την καραμπίνα και την όπλισα και του είπα ότι δεν έχουμε τελειώσει τη συζήτηση. Τον χτύπησα στο σαγόνι με τον κοντάκι. Τον έδεσα για να μην αντιδράσει. Τον ξύπνησα και τον ρώτησα αν είναι καλά. Μου είπε “σε παρακαλώ άσε με να φύγω, θα με περιμένει ο πατέρας μου”. Απάντησα πως αυτό δεν γίνεται, έτσι όπως έγινε η “δουλειά”. Το σαγόνι του κρεμόταν και ήξερα ότι είναι το δεύτερο κακούργημα που κάνω σε δύο χρόνια», ανέφερε στην απολογία του.
«Τον είχα δεμένο, τον τάιζα στο στόμα και έπινα τσίπουρο από ένα δίλιτρο μπουκάλι. Στις 04.00 θόλωσα, έχασα την μπάλα. Τον σήκωσα και πήρα το κλειδί για να φύγουμε, όπου μας έβγαζε ο δρόμος. Πήρα την καραμπίνα και όταν βγήκαμε από το σπίτι του έβαλα μια «μπαντάνα» στο στόμα για να μη φωνάξει και μας ακούσει η γειτονιά. Τον έβαλα στην θέση του συνοδηγού. Μόλις μπήκαμε στον χωματόδρομο, βγήκαμε πίσω από τα μνήματα. Θεώρησα ότι αυτό που έκανε, ότι συνεργαζόταν με την αστυνομία και πουλούσε ναρκωτικά σε παιδιά, δεν ήταν χριστιανικό, αλλιώς θα τον πήγαινα μέσα στο μνήματα”, είπε κυνικά.
Στη συνέχεια περιέγραψε τη στιγμή της δολοφονίας. «Τον κατέβασα από το αυτοκίνητο, τον ακούμπησα με την πλάτη στον τοίχο και του ζήτησα συγνώμη. Η τελευταία του κουβέντα ήταν “θα με ψάχνει ο πατέρας μου”. Είχα πάρει και το μπιτόνι με τη βενζίνη. Του είπα “μη στεναχωριέσαι και εγώ κάηκα και εσύ κάηκες γιατί δεν έκανες πράξεις του Θεού αλλιώς θα σε πήγαινα μέσα στα μνήματα”. Πήρα την καραμπίνα, την έβαλα στο στόμα του και του είπα “μη στεναχωριέσαι”. Μετά τράβηξα την σκανδάλη. Έριξα την βενζίνη, του έβαλα φωτιά και έφυγα. Δεν έβλεπα μπροστά μου», ανέφερε στην απολογία του.
Κοιμήθηκε και μετά έβγαλε βόλτα το σκυλί
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός, ότι σύμφωνα με τον 59χρονο δράστη, ύστερα από τη στυγερή δολοφονία που είχε διαπράξει, επέστρεψε στο σπίτι του και κοιμήθηκε.
«Μόλις τον σκότωσα, επέστρεψα στο σπίτι και ξάπλωσα για να κοιμηθώ γιατί είχε περάσει η ώρα. Το πρωί που ξύπνησα, ήπια καφέ και πήγα βόλτα με το σκυλί για να κάνω μερικά ψώνια. Μετά με συνέλαβε η αστυνομία», είπε.
Λίγο νωρίτερα είχε αναφέρει στην απολογία του πως “από πολύ μικρός ήμουν με τα πιστόλια και τα μαχαίρια, τα είχα για την ασφάλειά μου. Έκανα χρόνια στην φυλακή και έχω γαλουχηθεί σε αυτό”, ενώ σε άλλο σημείο έκανε αναφορά σε δύο περιστατικά και περιέγραψε πως είχε μαχαιρώσει παλαιότερα έναν άντρα και πως είχε πυροβολήσει με πιστόλι ακόμη έναν.
Τον μετέφερε με το αυτοκίνητο της κόρης του
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας – αστυνομικός της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κατερίνης, ο κατηγορούμενος δεν ήταν άγνωστος στις Αρχές και είχε απασχολήσει για υποθέσεις ναρκωτικών, ληστεία, οπλοφορία και οπλοχρησία και δημιουργούσε συνέχεια εντάσεις στην περιοχή όπου διαμένει, με αποτέλεσμα να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο για τους συγχωριανούς του. Μάλιστα, το 2016 είχε εμπλακεί σε ακόμα ένα αιματηρό επεισόδιο όταν πυροβόλησε με πιστόλι έναν άνθρωπο στην περιοχή που διέμενε.