Με τις καταθέσεις μαρτύρων συνεχίζεται στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης η εκδίκαση της υπόθεσης για τη φονική ληστεία του περσινού Νοεμβρίου, η οποία έγινε σε κατάστημα ψιλικών στην περιοχή της Τούμπας και σόκαρε το πανελλήνιο.
Θύμα ήταν ο 44χρονος Μάριος, υπάλληλος του καταστήματος, ο οποίος έπεσε νεκρός από τα πυρά ληστή, τον οποίο επιχείρησε να αφοπλίσει στη διάρκεια μεταξύ τους πάλης. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται δύο άτομα, ένας 27χρονος αλβανικής καταγωγής κι ένας 37χρονος Έλληνας. Ο πρώτος κατηγορείται για ανθρωποκτονία με δόλο, ληστεία, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, ενώ ο δεύτερος ως συνεργός στη ληστεία και επιπλέον για κατοχή ναρκωτικών.
Στη διακοπή της δίκης και μετά την συγκλονιστική της κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου, η μητέρα του άτυχου Μάριου, μίλησε στους δημοσιογράφους και ανέφερε ότι ήταν η τελευταία ημέρα του παιδιού της στην δουλειά, η οποία έμελλε να αποδειχθεί μοιραία. Ο 44χρονος είχε αποφασίσει να σταματήσει από την συγκεκριμένη εργασία, επειδή φοβόταν όταν έβλεπε χρήστες ναρκωτικών και άτομα του περιθωρίου να μπαίνουν στο εσωτερικό του καταστήματος τις βραδινές ώρες, ενώ η μητέρα του ήταν αυτή που τον συμβούλευε να εργάζεται τις πρωινές ώρες.
Μιλώντας για την ημέρα που το παιδί της δολοφονήθηκε μετά από χτυπήματα που δέχθηκε με την κάνη και την λαβή του όπλου και την χαρακτηριστική βολή που του έριξε ο δράστης στο κεφάλι, η κυρία Τούλα ανέφερε ότι δεν θυμάται πολλά πράγματα, παρά μόνο ότι έμαθε από το ραδιόφωνο ότι το παιδί της είναι νεκρό, την ώρα που επέβαινε στο ταξί για να πάει στο νοσοκομείο.
«Είπα στον ταξιτζή «άνοιξε το ραδιόφωνο για να ακούσουμε τι λένε» και εκείνη την ώρα ακούμε ότι κατέληξε ο Μάριος που δούλευε στην οδό Γρηγορίου Λαμπράκη. Το δικό μου το παιδί ήταν αυτό που απεβίωσε εκείνη την ώρα. Τότε τρελάθηκα, πήρα τον αδελφό μου τηλέφωνο και του λέω ότι «εφόσον γνωρίζεις ότι το παιδί μας πέθανε, γιατί δεν μου το είπες;». Μου απάντησε «τι να σου πω; Εγώ πήγα και έκανα την αναγνώριση». Όταν έφτασα στο ΑΧΕΠΑ φώναζα «Μάριε, Μάριε, κατέβα παιδί μου, κατέβα παιδί μου να σε δω», ας τον έβλεπα για λίγα λεπτά και ας πέθανα εκείνη την ώρα μαζί του. Από τότε δε μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, δε με ενδιαφέρει για την ζωή μου. Θέλω να τιμωρηθούν. Εμένα όμως το παιδάκι μου πάει, το καθάρισαν».
Η κατάθεσή της στο δικαστήριο
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της μητέρας του 44χρονου θύματος, η οποία αναφέρθηκε με κλάματα στην στιγμή που ενημερώθηκε ότι ο μοναχογιός της είχε τραυματιστεί σοβαρά και στον τρόπο που έμαθε ότι τελικά έφυγε από τη ζωή.
«Ο Μάριος ήταν ο μόναχογιος μου. Πριν από 15 χρόνια έχασα τον άνδρα μου. Το παιδί μου ήταν το στήριγμα μου. Από το 2004 που έφυγε ο άντρας μου, μου ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να αφήσω την μαμά μου. Ήταν εργατικός, σπουδαγμένος, μορφωμένος. Στο κατάστημα δούλευε περίπου 5 μήνες, πρωινές και βραδινές ώρες. Μου έλεγε μαμά δεν με συμφέρει το πρωινό μεροκάματο, θα πάω στην βραδινή βάρδια που έχει περισσότερα χρήματα για να ζούμε καλύτερα. Του έλεγα παιδί μου μην πηγαίνεις στην βραδινή», κατέθεσε αρχικά στο δικαστήριο.
Η κυρία Τούλα αναφέρθηκε στη συνέχεια στη στιγμή που της τηλεφώνησε ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης για να της μεταφέρει ότι ο γιος της έχει τραυματιστεί αλλά και στο πως έμαθε τελικά ότι το παιδί της πέθανε, πριν προλάβει να πάει στο νοσοκομείο για να τον δει.
«Όταν σηκώθηκα στις 06.30 με πήρε το αφεντικό τηλέφωνο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Τον ρώτησα τι συνέβη και μου είπε πως χτύπησαν τον Μάριο. Μου είπε ότι είναι άσχημα και εγώ ζητούσα να μιλήσω με κάποιον αστυνομικό για να δω αν το παιδί μου είναι καλά. Ο αστυνομικός μου είπε ότι είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και ότι πήγαινε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Εκείνη τη στιγμή έπεσα κάτω στο πάτωμα, έτρεμα και άρχισα να φωνάζω. Ο αδελφός μου με πήρε από το νοσοκομείο και μου είπε να πάρω ταξί και να πάω γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται για με μθέλουν οι γιατροί. Συνάντησα έναν γείτονα τυχαία και του ζήτησα να με πάει στο νοσοκομείο για να προλάβω το παιδί μου. Σερνόμουν, ήμουν φυτό».
Η μητέρα του 44χρονου τελικά επιβιβάστηκε σε ένα ταξί και ζήτησε από τον οδηγό να πάει όσο γίνεται πιο γρήγορα στο νοσοκομείο και μάλιστα στον δρόμο ήθελαν να ζητήσουν και την συνδρομή της αστυνομίας προκειμένου να τους ανοίξει τον δρόμο. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να δει το παιδί της ζωντανό.
«Είπα στον οδηγό να ανοίξει το ραδιόφωνο και εκείνη την ώρα έμαθα ότι το παιδί μου απεβίωσε. Άρχισα να φωνάζω “το παιδί μου, το παιδάκι μου”, που ήταν το καλύτερο παιδί, το στήριγμά μου. Στις 6 Νοεμβρίου μου σκότωσαν το παιδί μου, στις 6 Νοεμβρίου το είχα βαφτίσει», κατέθεσε συντετριμμένη η μητέρα.
Καθ’ολη τη διάρκεια της κατάθεσής της, ο 27χρονος Αλβανός κατηγορούμενος, προσπαθούσε να κρύψει με τα χέρια του το πρόσωπό του.