Το ριάλιτι με συναισθηματικές συγκρούσεις και ερωτικά ζητήματα, και «απρόβλεπτες στιγμές» σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, είναι ένα είδος προγράμματος που αγαπήθηκε πολύ, ειδικότερα από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα. Στην εκπομπή της Τζένι Τζόουνς όμως, συνέβη κάτι απερίγραπτα εφιαλτικό.
Η εκπομπή της Τζένι Τζόουνς, γνωστή ως The Jenny Jones Show, ήταν ένα αμερικανικό talk show που προβλήθηκε από το 1991 έως το 2003. Το 1995, και ενώ το πρόγραμμα της Τζόουνς μεσουρανούσε και έκανε ρεκόρ τηλεθέασης, ένα επεισόδιο έγινε η αφορμή για να δοθεί φρικτό τέλος σε μια φιλία.
Στο συγκεκριμένο επεισόδιο, ο Σκοτ Αμεντούρ ένας νεαρός άνδρας, με την παρακίνηση της φίλης του, Ντόνα Ράιλι, αποκάλυψε στον κολλητό του, Τζόναθαν Σμιτζ, πως ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί του.
Όλα έγιναν μπροστά από τις κάμερες, με την παρουσιάστρια και την παραγωγή της εκπομπής να προσπαθούν διαρκώς να παραπλανήσουν τον Σμιτζ, υποσχόμενοι «κάτι που δεν είχε ξανακούσει ποτέ», χωρίς να του δοθεί άλλο στοιχείο.
Ο Σμιτζ, που δεν γνώριζε πριν από την εκπομπή για τη φύση των συναισθημάτων του Αμεντούρ, φάνηκε αρχικά να το παίρνει χαλαρά, με δηλώσεις σαν «ξέρεις,το σέβομαι αυτό, αλλά είμαι στρέιτ».
Ωστόσο, τρεις ημέρες μετά τα γυρίσματα, ο Σμιτζ επισκέφτηκε τον Αμεντούρ με μια γεμάτη καραμπίνα και τον δολοφόνησε. Αργότερα παραδόθηκε στις αρχές, λέγοντας «τον σκότωσα γιατί έλεγε μ@λακίες για μένα» και υποστήριξε ότι πανικοβλήθηκε, πως ίσως μάθαινε η γιαγιά του ότι ήταν gay.
Ο 32χρονος άντρας κατηγορήθηκε για φόνο δεύτερου βαθμού και το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 50ετή κάθειρξη. Μετά από έφεση, η ποινή του κατέβηκε στα 25 χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 2017.
Παρά το γεγονός ότι το επίμαχο επεισόδιο δεν προβλήθηκε ποτέ, η οικογένεια του Αμεντούρ υπέβαλλε μήνυση στην παραγωγή της ριάλιτι εκπομπής, υποστηρίζοντας πως έκανε «ενέδρα» στον Σμιτζ, αποκαλύπτοντας του μια αρκετά δύσκολη αλήθεια μπροστά στις κάμερες.
Αξίωσε από τις εταιρείες Telepictures/Time Warner ένα χρηματικό ποσό που ξεπερνούσε τα 20 εκατομμύρια, τα οποία και πρωτόδικα, κέρδισε. Στη συνέχεια όμως, οι δύο εταιρείες άσκησαν έφεση, αποποιούμενες κάθε ευθύνη για το περιστατικό. Τα χρήματα τους επιστράφηκαν.