Τραγουδώντας «Το παλικάρι» χωρίς μουσική η Μαργαρίτα Θεοδωράκη είπε τον δικό της «αντίο» στον πατέρα της – Με το αγαπημένο ριζίτικο του Ελευθέριου Βενιζέλου αποχαιρέτισαν τον μεγάλο δημιουργό οι συγχωριανοί του.
Έναν ιδιαίτερα συγκινητικό αποχαιρετισμό επιφύλαξε για τον πατέρα της η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, την ώρα των επικηδείων.
Αντί για λόγο, η Μαργαρίτα άρχισε να τραγουδά τους στίχους του τραγουδιού «Το παλικάρι», χωρίς μουσική, σε δικούς του στίχους και μουσική, που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Το τραγούδι που επέλεξε η Μαργαρίτα για τον πατέρα της:
Το Παλικάρι
Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου κι έκοβες το φεγγάρι
πώς σ’ έκοψε σα λούλουδο ο Χάρος μια νυχτιά.
Κλαίνε οι τράτες κλαίνε τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα, τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους, της βάζανε πανιά.
Κλαίνε οι ναύτες κλαίνε τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.
Καθώς ξεκινούσε η πομπή για το νεκροταφείο του Γαλατά, δεκάδες βρακοφόροι τραγούδησαν το πασίγνωστο μοιρολόι «Τον Αντρειωμένο μην τον κλαις» , που ήταν το αγαπημένο ριζίτικο του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Οι στίχοι του Αντρειωμένου
Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο ε όσο κι αν α- όσο κι αν αστοχήσει,
μ’ αν αστοχήσει μια, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο,
μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι ε πάλι αντρειωμέ- πάλι αντρειωμένος είναι,
πάντα ‘ν’ η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη
και καρτερεί τους φίλους του.
Καθώς ξεκινούσε η πομπή για το νεκροταφείο του Γαλατά, δεκάδες βρακοφόροι τραγούδησαν το πασίγνωστο μοιρολόι «Τον Αντρειωμένο μην τον κλαις» , που ήταν το αγαπημένο ριζίτικο του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Οι στίχοι του Αντρειωμένου
Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο ε όσο κι αν α- όσο κι αν αστοχήσει,
μ’ αν αστοχήσει μια, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο,
μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι ε πάλι αντρειωμέ- πάλι αντρειωμένος είναι,
πάντα ‘ν’ η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη
και καρτερεί τους φίλους του.