Για περισσότερο από έναν μήνα μετά τη φρικτή δολοφονία της Κάρολαϊν Κράουτς, ο σύζυγός της, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, παρουσιαζόταν ως ακόμα ένα θύμα που μέσα σε μία νύχτα είδε την οικογένειά του να διαλύεται.
Ωστόσο, αν και εκείνος θεωρούσε πως είχε καταφέρει να πείσει την Αστυνομία για την ύπαρξη ληστών, οι Αρχές γνώριζαν πως ο ίδιος ξέρει περισσότερα από όσα λέει. Από την πρώτη στιγμή της έρευνας, είχε αναλάβει δράση μια ομάδα χειριστών του 32χρονου πιλότου, η οποία έχτισε μαζί του μία ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης, επικοινωνώντας όλο το 24ωρο ακαθόριστες χρονικές στιγμές.
Σύμφωνα με όσα μετέδωσε ο ΣΚΑΪ, κατά το πρώτο κομμάτι εξέτασης του πιλότου, η έμπειρη αυτή ομάδα τον ρώτησε «αν υπάρχει κάτι που πρέπει ή θέλει να πει». Ο Αναγνωστόπουλος αμέσως ξεκίνησε να μιλά για τη σχέση που είχε με την Κάρολαϊν και το παιδί του, μένοντας πολλή ώρα στην αλλαγή συμπεριφοράς της συζύγου του και τον δικό της χαρακτήρα. Οι χειριστές κατάλαβαν πως κάτι ήθελε να βγάλει κάτι από μέσα του, συνεχίζοντας ωστόσο να τους λέει ψέματα παρά το γεγονός πως είχε καθημερινή επικοινωνία μαζί τους και πως θεωρούσε πως τους έχει πάρει με το μέρος του.
Και εκεί ξεκίνησε το ψυχολογικό παιχνίδι που ο δολοφόνος της Κάρολαϊν δεν αντιλήφθηκε ποτέ. Οι χειριστές – «φίλοι» του, σε μια κίνηση τακτικής άρχισαν να συζητούν μαζί του τα προβλήματα που -όπως του είπαν- κι εκείνοι αντιμετωπίζουν στον έγγαμο βίο τους. Κι αυτό με σκοπό να φανούν ακόμα πιο κοντά του.
Η κίνησή τους αυτή «τον έλυσε» και άρχισε να μιλά αβίαστα για το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας της 20χρονης Κάρολαϊν. Πριν καν του παρουσιαστούν όλα τα αποτελέσματα από την ανάλυση των ψηφιακών πειστηρίων που τον ενοχοποιούσαν, ο πιλότος ξεκίνησε να αναλύει την πράξη του, περιγράφοντας ακριβώς πώς σκότωσε τη σύζυγό του και τον σκύλο της οικογενείας.
Να σημειωθεί, όμως, ότι τα στοιχεία σε βάρος του ήταν έτσι κι αλλιώς αδιάψευστα που σημαίνει ότι ακόμα και χωρίς την ομολογία του, θα ήταν αδύνατο να αφεθεί ελεύθερος. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Αστυνομία δεν είχε προχωρήσει αμέσως στη σύλληψή του.