Η Γιώτα Γιάννα γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας, όπου ζούσε μέχρι και σήμερα. Αγαπούσε την γειτονιά της, γιατί της θύμιζε άλλες περιοχές, σαν την παλιά Κοκκινιά και την Αμφιάλη. Γειτονιές που έχουν αυλές και που η μία γειτόνισσα μιλάει ακόμα με την άλλη.
Η μάνα της Μικρασιάτισσα, πέθανε νωρίς και εκείνη μεγάλωσε με τον πατέρα της και τη μητριά της. Ο ένας από τους δύο αδελφούς της, ο Δημήτρης, πέθανε στην Κύπρο το ’74 σε ηλικία 19 ετών. Μπήκε στη μάχη και δεν επέστρεψε ποτέ. Μέχρι και σήμερα, πήγαινε στην Κόρινθο για να δώσει τσιγάρα και γλυκά στους φαντάρους με την προσδοκία πως πίσω από την σκοπιά μπορεί εκείνος, σαν άγγελος να εμφανιστεί και να της χαμογελάσει.
Ξεκίνησε παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Εκτίμησαν το ταλέντο της και την πήραν. Μέχρι τα ογδόντα της, δεν είχε κυκλοφορήσει δίσκο, αλλά ήταν πολύ γνωστή, κυρίως στο Αθηναϊκό κοινό, από τις εμφανίσεις της στα μουσικά μαγαζιά της Πλάκας και σε νυχτερινά κέντρα της Εθνικής οδού. Έχει συνεργαστεί με όλο τον κόσμο, από τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα μέχρι τη Μαρινέλα και τον Πουλόπουλο. Με τη Γιώτα Λύδια, την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τη Ρίτα Σακελλαρίου. Το 2012, κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Τα μάτια της Γιάννας».
Η λέξη καριέρα δεν την εξέφραζε. Για ‘κείνη υπήρχε μόνο η λέξη πορεία ή διαδρομή. Στη Γιώτα Γιαννέλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, δεν ταίριαξε ποτέ ο χρυσός. Ίσως γιατί εκείνη διάλεγε το χαλκό, όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της στη δημόσια τηλεόραση. «Ο χαλκός έχει πιο σκληρό κράμα», είχε τονίσει με νόημα.
Είχε ακούσει αρκετούς χαρακτηρισμούς από ανθρώπους που εκτιμούσε. Ο Σταμάτης Κραουνάκης την είχε χαρακτηρίσει «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν». Ακόμη κρατούσε εκείνη τη μαντίλα του, που έβγαλε και της χάρισε, όταν τραγούδησε το «Αυτή η νύχτα μένει» παρουσία του. Ο Μάνος Χατζιδάκις, που την είχε δει στα Χρυσά Κλειδιά και αργότερα τον έβλεπε με την «κομπανία» του σε ένα ταβερνάκι στο Παγκράτι, την είχε αποκαλέσει «πασιονάρια της λαϊκής πίστας» και όχι της εθνικής οδού, όπως έχει γραφτεί.
Την ενδιέφερε μόνο να την γνωρίζουν ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια. Δημιούργησε ένα δικό της στιλ μουσικής με την φυσαρμόνικα, το οποίο ήταν πρωτοποριακό για τα δεδομένα της χώρας τη δεκαετία του ’60 με ’70 και μέχρι σήμερα παραμένει μοναδική στο είδος της. Ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα λόγω του ξάδελφού της, καθώς τον άκουγε να παίζει από το διπλανό τοίχο σε ένα διαμέρισμα των Αμπελοκήπων.
Με αυτή τη φυσαρμόνικα χαιρέτησε την Αρλέτα στο πρώτο νεκροταφείο, πριν λίγο καιρό. Έβγαλε τη φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει το «Πόσο λυπάμαι» που πρώτη ερμήνευσε η Βέμπο.
Δεν έτρωγε κρέας παρά μόνο σαλάτες, λαδερά και τυρί. Κυκλοφορούσε κυρίως με ποδήλατο και με ταξί. Αγαπημένο της χρώμα ήταν το μαύρο.