Νέα δεδομένα δημιουργεί η υπονόμευση από την Κίνα της προσπάθειας της Δύσης να σταματήσει τη ρωσική εισβολή – Διαψεύδει το Πεκίνο ότι προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στη Μόσχα, όμως η Ουάσινγκτον δεν πείθεται και προειδοποιεί με αντίμετρα
Νέα δεδομένα σε γεωστρατηγικό αλλά και οικονομικό επίπεδο δημιουργεί η κινεζική υπονόμευση της προσπάθειας της Δύσης και ειδικά των Ηνωμένων Πολιτειών, να σταματήσουν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μέσω της επιβολής σκληρών οικονομικών κυρώσεων στη ρωσική οικονομία αλλά και της αποστολής οπλισμού στις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Όπως προκύπτει με βάση σχετική ενημέρωση που έκαναν αξιωματούχοι των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, το Πεκίνο μετέφερε στη Μόσχα την προθυμία του να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στις επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Παρά το γεγονός ότι ρώσοι και κινέζοι αξιωματούχοι διαψεύδουν τις πληροφορίες που διακινούν οι ΗΠΑ, με τους μεν πρώτους να αρνούνται ότι έχει διατυπωθεί τέτοιο αίτημα από την πλευρά της Μόσχας και τους δεύτερους να δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν την ύπαρξη σχετικής ρωσικής απαίτησης, η Ουάσιγκτον εμφανίζεται πεπεισμένη ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει επιπλέον διαύλους επικοινωνίας διευρύνοντας το πλαίσιο λειτουργίας του ρωσο-κινεζικού άξονα.
Ρωσία και Κίνα εξάλλου, αν και φαίνεται να έχουν σημαντικές διαφορές σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, έχουν ως κοινό συνδετικό κρίκο την αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος, όπως τουλάχιστον αυτή εκφράζεται στην περίπτωση της Ουκρανίας σε ότι αφορά την πρώτη και στο ζήτημα της κυριαρχίας στη Σινική θάλασσα αλλά και της στήριξης που παρέχει η Ουάσιγκτον στην Ταιβάν, σε ότι αφορά τη δεύτερη. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι ΗΠΑ εμφανίζονται να ανησυχούν, ίσως ακόμη περισσότερο και από αυτή καθ’ αυτή τη ρωσική εισβολή στο ουκρανικό έδαφος, για το ενδεχόμενο διεύρυνσης της συνεργασίας ανάμεσα σε Κίνα και Ρωσία, η οποία, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, θα μπορούσε να «τινάξει στον αέρα» τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη Μόσχα. Όπως μεταδίδουν οι Financial Times, τα σχετικά τηλεγραφήματα, τα οποία στάλθηκαν από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ σε συμμάχους στην Ευρώπη και την Ασία, δεν διευκρίνιζαν αν η Κίνα έχει ήδη παράσχει βοήθεια στη Ρωσία ή αν σκοπεύει να το κάνει στο μέλλον. Ούτε ανέφεραν σε ποιο σημείο της σύγκρουσης το Πεκίνο φαίνεται να προτίθεται να προσφέρει τη βοήθεια. Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον, επί του παρόντος, δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει συγκεκριμένες αναφορές ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής κινεζικής στρατιωτικής βοήθειας προς τους ρώσους, δείχνει ότι δεν επιθυμεί να τραβήξει στα άκρα το σκοινί της αντιπαράθεσης με το Πεκίνο, θεωρώντας, ενδεχομένως, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω συσπείρωση και εμβάθυνση των σινο-ρωσικών σχέσεων.
Αμερικανικά αντίμετρα
Παρ’ όλα αυτά πάντως δεν είναι λίγοι οι αμερικανοί κυβερνητικοί παράγοντες που πιστεύουν ότι η Κίνα προσπαθεί να βοηθήσει τη Ρωσία και μάλιστα την ίδια στιγμή που ανώτατοι αξιωματούχοι της κινεζικής κυβέρνησης ζητούν δημόσια μια διπλωματική λύση στον πόλεμο. «Εάν η Κίνα επιλέξει να υποστηρίξει υλικά τη Ρωσία σε αυτόν τον πόλεμο, πιθανότατα θα υπάρξουν συνέπειες για την Κίνα», δήλωσε στα ΜΜΕ ανώτατος αμερικανός αξιωματούχος, προσθέτοντας πως το Πεκίνο εμφανίζεται να δίνει ουσιαστικά μια σιωπηρή έγκριση σε αυτό που κάνει η Ρωσία αρνούμενο να συμμετάσχει στις κυρώσεις. Η ανησυχία των ΗΠΑ για την «πολιτική ευθυγράμμιση» Κίνας – Ρωσίας απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας εκφράστηκε άλλωστε και κατά τη συνάντηση που είχαν χθες στη Ρώμη ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος του προέδρου Τζο Μπάιντεν, με τον Γιανγκ Τζιετσί ανώτατο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Μία συνάντηση η οποία κατά τα φαινόμενα δεν οδήγησε στην αποκλιμάκωση της έντασης και αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν «πολύ ειλικρινείς» και κράτησε σχεδόν επτά ώρες.
Άλλωστε, η κυβέρνηση Μπάιντεν, μόλις την περασμένη εβδομάδα ζήτησε από τους Ευρωπαίους συμμάχους να στείλουν πιο ηχηρό μήνυμά προς την Κίνα, ότι το Πεκίνο δεν πρέπει να βοηθήσει τη Ρωσία να παρακάμψει τις κυρώσεις. Κάτι ανάλογο, όπως εκτιμάται, αναμένεται να κάνει ο αμερικανός πρόεδρος και στο πλαίσιο της επικείμενης περιοδείας του στην Ευρώπη, η οποία αναμένεται να γίνει μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και σε συνέχεια των επισκέψεων κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησής του, όπως της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.
Την ίδια στιγμή η προσπάθεια της Κίνας να παρουσιάσει τον εαυτό της ως ουδέτερη δύναμη φαίνεται πως πείθει όλο και λιγότερο τόσο τις ΗΠΑ όσο και τους ευρωπαίους εταίρους τους. Εξάλλου, από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην ουκρανική επικράτεια, η Κίνα είχε κρατήσει μία αμφίσημη στάση, γνωρίζοντας όντας εκ των προτέρων τις ρωσικές προθέσεις. Μόνο τυχαίο δεν είναι πως τόσο τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης όσο και αρκετοί Κινέζοι διπλωμάτες προσέφεραν απλόχερα τη στήριξή τους στη επιχειρηματολογία με την οποία η Ρωσία δικαιολογεί την εισβολή, επιρρίπτοντας τις βασικές ευθύνες για τη σύγκρουση στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Σινο-ρωσικός άξονας
Πεκίνο και Μόσχα εξάλλου έχουν συσφίξει τις μεταξύ τους σχέσεις τα τελευταία χρόνια, επιχειρώντας να λειτουργήσουν από κοινού ως ένας διεθνής αντισταθμιστικός παράγοντας απέναντι στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Δεν έχουν περάσει άλλωστε πολλές εβδομάδες απ’ όταν ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν υπέγραψαν κοινή δήλωση στο Πεκίνο που διαμήνυε ότι η ολοένα και πιο στενή συνεργασία τους «δεν έχει όρια». Ιδιαίτερα στο αμυντικό σκέλος οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, με τους ρώσους να μεταφέρουν στρατιωτική τεχνολογία στους κινέζους μέσω της πώλησης σύγχρονων οπλικών συστημάτων, αλλά και της πραγματοποίησης μίας πλειάδας κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και εκπαιδεύσεων στον ινδικό και ειρηνικό ωκεανό. Ανάλογη είναι και η συνεργασία των δύο χωρών όμως και σε οικονομικό επίπεδο, δεδομένου ότι το Πεκίνο δεν συμμετέχει στις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη Μόσχα. Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές μάλιστα, η Κίνα επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τις συγκεκριμένες κυρώσεις ως αφορμή προκειμένου να φέρει ακόμη πιο κοντά της τη Ρωσία υποσκάπτοντας την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και απομειώνοντας τη δυνατότητα της Δύσης να ελέγξει αποτελεσματικά τη ροή των κεφαλαίων και το εμπάργκο στρατιωτικού εξοπλισμού προς τη Ρωσία.
Παρ’ όλα αυτά πάντως, η Κίνα λόγω του μεγέθους της οικονομίας της αλλά και του σφιχτού εναγκαλισμού της με το διεθνές οικονομικό σύστημα, δεν αναμένεται να λάβει μία εντελώς ξεκάθαρη θέση υπέρ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Και αυτό γιατί θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να επιφέρει αφενός οικονομικές κυρώσεις στην ίδια αφετέρου σημαντικά εμπόδια στη λειτουργία και δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων της στις χώρες της Δύσης. Εξάλλου ΗΠΑ και Ευρώπη αποτελούν τους βασικούς εταίρους της κινεζικής οικονομίας, εν αντιθέσει με τη Ρωσία που από άποψη μεγέθους οι διμερείς οικονομικές τους σχέσεις δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως σύμφωνα με σχετικές αναφορές, η Ρωσία κατακτά τη 10η θέση στις κινεζικές εξαγωγές και δεν κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα ούτε στις εισαγωγές αλλά ούτε και στο συνολικό εμπόριο.
Τη στενή οικονομική σχέση που διατηρεί η Κίνα με τη Δύση και τις συνέπειες που θα έχει και για τη δική της οικονομία η με καθ’ οποιονδήποτε τρόπο στήριξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, επεσήμαναν οι αμερικανοί και δια μέσου του συμβούλου του προέδρου Τζο Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν. Όπως διεμήνυσε προς το Πεκίνο ο κ. Σάλιβαν οι ΗΠΑ δεν θα παραμείνουν αδρανείς και δεν θα αφήσουν «καμία χώρα να αντισταθμίσει τις απώλειες που θα υποστεί η Ρωσία λόγω των οικονομικών κυρώσεων» που της επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. «Θα υπάρξουν επιπτώσεις στην περίπτωση ενεργειών με στόχο την παράκαμψη των κυρώσεων», προειδοποίησε ο κ. Σάλιβαν. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χαας του Council of Foreign Relations, ο οποίος με ανάρτησή του στο Twitter απείλησε την Κίνα πως αν προσφέρει βοήθεια στη Ρωσία, «θα κινδυνεύσει να γίνει στόχος σημαντικών κυρώσεων και να μετατραπεί σε κράτος –παρία». Ο ίδιος έσπευσε να εκτιμήσει ωστόσο πως αν αρνηθεί αυτή τη βοήθεια προς τη Μόσχα «θα διατηρήσει ανοικτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Δύση».