Πώς θα καταλάβουμε ότι ο σύντροφός μας είναι επιθετικός και θα προστατευτούμε: Ελληνίδα ψυχολόγος συμβουλεύει
«Η ”απόδραση” από μια βίαιη σχέση είναι δύσκολη υπόθεση και δεν σηματοδοτεί πάντα το τέλος του κινδύνου για τη ζωή της κακοποιημένης γυναίκας», εξηγεί η Ευγενία Δουβαρά στο marieclaire.gr.
γυναικοκτονία της Δώρας από τη Ρόδο ήρθε να προστεθεί πρόσφατα στη μακρά φετινή τραγική λίστα. Κάποιες γυναίκες, όπως εκείνη, αναγνωρίζουν τα σημάδια μιας κακοποιητικής και ενδεχομένως επικίνδυνης, και για τη σωματική ακεραιότητά μας, σχέση, αλλά αυτά δεν είναι πάντα προφανή. Επιπλέον, ακόμα κι αν τα αντιληφθούμε, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως μάς υπενθύμισε η ιστορία της, δεν αρκεί ο χωρισμός για να προστατευτούμε. Πώς θα αναγνωρίσουμε λοιπόν εγκαίρως και τις πλέον δυσδιάκριτες μορφές κακοποίησης και θα πάρουμε αποστάσεις ασφαλείας; Μας συμβουλεύει η Ευγενία Δουβαρά, ψυχολόγος, παιδοψυχολόγος (Msc), οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.
Με αφορμή τις πρόσφατες γυναικοκτονίες, πώς θα καταλάβουμε ότι ο σύντροφός μας είναι βίαιος, επιθετικός ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο δυνητικά επικίνδυνος για εμάς;
«Υπάρχουν κάποιες “προειδοποιητικές” ενδείξεις, που συνδέονται στενά με την εκδήλωση βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών από έναν άντρα προς τη σύντροφό του. Ορισμένες από αυτές τις ενδείξεις είναι οι ακόλουθες: 1) πιέσεις για γρήγορη δέσμευση, 2) υπερβολική ζήλια και έλεγχος, 3) μη ανάληψη προσωπικής ευθύνης για τη συμπεριφορά του και ενοχοποίηση της συντρόφου του, 4) απρόβλεπτες και ξαφνικές αλλαγές της διάθεσής του, 5) βίωση τραυματικών εμπειριών στην παιδική του ηλικία (π.χ. κακοποίηση από γονιό) ή ιστορικό κακοποίησης/ επιθετικής συμπεριφοράς προς πρώην σύντροφο/ σύζυγο, προς παιδιά/ ζώα, καθώς και 6) άκαμπτες πεποιθήσεις σχετικά με την υπεροχή των αντρών έναντι των γυναικών και παγιωμένες θέσεις σχετικά με τους ρόλους των δυο φύλων.
»Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η ύπαρξη των παραπάνω ενδείξεων δεν αποτελεί εγγύηση ότι κάποιος θα κακοποιήσει τη σύντροφό του, όπως και δεν είναι απαραίτητο κάποιος που κακοποιεί τη σύντροφό του να εμφανίζει όλα τα παραπάνω. Πρόκειται για υλικό που προέρχεται από αληθινές μαρτυρίες γυναικών που έχουν σχετιστεί με κακοποιητικούς συντρόφους».
Δεδομένου ότι, όπως έδειξε η ιστορία της Δώρας, ο χωρισμός δεν είναι πάντα αρκετός, με ποιον τρόπο μπορούμε να προστατευτούμε από έναν δυνητικά επικίνδυνο άνθρωπο;
«Η ”απόδραση” από μια βίαιη σχέση είναι δύσκολη υπόθεση και δε σηματοδοτεί πάντα το τέλος του κινδύνου για τη ζωή της κακοποιημένης γυναίκας. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να λάβει μέτρα προστασίας για τον εαυτό της και για το παιδί/ τα παιδιά της, εφόσον είναι μητέρα.
»Καταρχάς, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ένα δίκτυο ανθρώπων που εμπιστεύεται (φίλοι, συγγενείς, γείτονες, γνωστοί), προκειμένου να τη στηρίζουν σε ό,τι χρειάζεται, να καλέσουν την αστυνομία σε περίπτωση ανάγκης, να διατηρήσουν με εχεμύθεια προσωπικές της πληροφορίες (π.χ. νέα διεύθυνση, τηλέφωνα) και, σε περίπτωση που δεν μπορεί να αλλάξει χώρο εργασίας, να τη συνοδεύουν στη δουλειά της. Επιπροσθέτως, καλό είναι να ακολουθεί διαφορετική ρουτίνα και να αποφεύγει τα μέρη όπου σύχναζε πριν.
«Η κακοποιημένη γυναίκα χρειάζεται να ενεργοποιήσει ένα δίκτυο ανθρώπων που εμπιστεύεται (φίλοι, συγγενείς, γείτονες, γνωστοί), προκειμένου να τη στηρίζουν σε ό,τι χρειάζεται, να καλέσουν την αστυνομία σε περίπτωση ανάγκης, να διατηρήσουν με εχεμύθεια προσωπικές της πληροφορίες»
»Σε περίπτωση που χρειάζεται να επικοινωνήσει με τον πρώην σύντροφό της, είναι προτιμότερο να τον καλέσει με απόκρυψη ή να τον συναντήσει σε δημόσιο χώρο με τη συνοδεία κάποιου έμπιστου προσώπου. Αν έχει πάρει ασφαλιστικά μέτρα ή/ και περιοριστικούς όρους, τότε χρειάζεται να γνωρίζει η ίδια –και το παιδί/ τα παιδιά, αν υπάρχει/ υπάρχουν- τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση που ο πρώην σύντροφος/ σύζυγος εμφανιστεί στο σπίτι ή αλλού, καθώς και να κρατάει αποδείξεις παραβίασης των περιοριστικών/ ασφαλιστικών μέτρων (π.χ. απειλητικά τηλεφωνήματα, μηνύματα) για πιθανή μελλοντική χρήση στο δικαστήριο.
»Επίσης, σημαντικό μέλημα είναι η καλή εκπροσώπησή της από δικηγόρο, στον οποίο/ στην οποία να έχει άμεση πρόσβαση για επίλυση έκτακτων θεμάτων. Εκτός αυτού, μπορεί να αναζητήσει ψυχολογική υποστήριξη από ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, που εργάζεται σε αρμόδιους φορείς ψυχικής υγείας οι οποίοι αναλαμβάνουν να της προσφέρουν ένα καταφύγιο για να νιώθει ασφαλής και να οργανώνει τις επόμενες κινήσεις της».*
Πώς θα αναγνωρίσουμε σε μια σχέση την κακοποίηση που εκδηλώνεται με πιο έμμεσους τρόπους;
«Η γυναίκα που ζει μέσα σε κακοποιητική σχέση βιώνει συναισθήματα ντροπής, θυμού, λύπης, απόγνωσης, άγχους, ταπείνωσης. Η καθημερινότητά της είναι γεμάτη φόβο, ανασφάλεια και αμφιθυμία. Τη μια στιγμή λυπάται το σύντροφό της και βρίσκει δικαιολογίες ακόμα και για τις πιο ακραία κακοποιητικές συμπεριφορές του και την άλλη στιγμή κατακλύζεται από αισθήματα μίσους και σχεδιάζει τη διαφυγή της. Μπορεί να σκέφτεται “πώς είναι δυνατόν να μου φέρεται έτσι;” ή/ και “δικό μου ήταν το λάθος, εγώ τον προκάλεσα και δεν πρέπει να το ξανακάνω”.
«Η γυναίκα που ζει μέσα σε κακοποιητική σχέση τη μια στιγμή λυπάται το σύντροφό της και βρίσκει δικαιολογίες ακόμα και για τις πιο ακραία κακοποιητικές συμπεριφορές του και την άλλη στιγμή κατακλύζεται από αισθήματα μίσους και σχεδιάζει τη διαφυγή της»
»Σε γενικές γραμμές, αισθάνεται άχρηστη, μόνη, απροστάτευτη, εγκλωβισμένη. Δεν έχει τον έλεγχο της ζωής και του εαυτού της. Κάποιες φορές ταλαιπωρείται από σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα, όπως άγχος, στρες, κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου, συχνούς πονοκεφάλους και ημικρανίες, χρόνιους πόνους σε πλάτη, αυχένα ή αλλού, λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, προβλήματα στο έντερο και στο στομάχι και μπορεί να καταφύγει στη χρήση αλκοόλ ή ουσιών προκειμένου να απαλύνει τον ψυχικό της πόνο. Όταν μια γυναίκα νιώθει ότι ο σύντροφός της υπονομεύει το άνοιγμα και την εξέλιξή της, ενοχοποιεί την επιθυμία της, σαμποτάρει την έκφραση της διαφορετικότητάς της και ισοπεδώνει την ύπαρξή της, τότε βρίσκεται μέσα σε μια κακοποιητική σχέση».
Από την επαγγελματική εμπειρία σας, και ενδεχομένως από πρόσφατες έρευνες, έχουν αυξηθεί τα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας πρόσφατα; Αν ναι, πού αποδίδεται αυτό;
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των καταγγελιών για εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Πιο συγκεκριμένα, από το 2010 έως και το 2019, οι καταγγελίες στη χώρα μας τετραπλασιάστηκαν, με την 1η Ετήσια Έκθεση για τη βία κατά των γυναικών** να αναφέρει ότι η σχέση θύματος–θύτη είναι κυρίως συζυγική (νυν ή πρώην) κατά 56%, καθώς και συντροφική (νυν ή πρώην) σε ποσοστό 13%.
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των καταγγελιών για εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Πιο συγκεκριμένα, από το 2010 έως και το 2019 στη χώρα μας τετραπλασιάστηκαν»
»Είναι σαφές ότι οι πεποιθήσεις για το φύλο είναι βαθιά ριζωμένες στο οικοδόμημα της κοινωνίας και η συμπεριφορά των δύο φύλων καθορίζεται από ρόλους στους οποίους οι άνθρωποι εκπαιδευόμαστε από μικρή ηλικία με πολλούς και συχνά αθέατους τρόπους. Εκτός της οικογένειας, άλλοι φορείς κοινωνικοποίησης όπως το σχολείο και τα ΜΜΕ αναπαράγουν στερεότυπα και ενισχύουν τη διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα. Στις μέρες μας, η σύγχυση και αναστάτωση που έχει προκληθεί από τις αλλαγές στους ρόλους των δύο φύλων, σε συνδυασμό με την αποτυχία των κοινωνικών θεσμών να περιορίσουν πολλές μορφές ανδρικής κυριαρχίας, συνδέονται με την άσκηση βίας από τους άντρες ως μέσο ανάκτησης δύναμης, ελέγχου και κυριαρχίας.
«Η σύγχυση και αναστάτωση που έχει προκληθεί από τις αλλαγές στους ρόλους των δύο φύλων, σε συνδυασμό με την αποτυχία των κοινωνικών θεσμών να περιορίσουν πολλές μορφές ανδρικής κυριαρχίας, συνδέονται με την άσκηση βίας από τους άντρες»
»Επιπλέον, φαίνεται ότι η πανδημία του κορωνοϊού συνδέεται με την αύξηση της συχνότητας των περιστατικών βίας μέσα στην οικογένεια. Στη χώρα μας, εντός δύο μηνών από την αρχή του πρώτου κατ’ οίκον περιορισμού τετραπλασιάστηκαν οι κλήσεις στη γραμμή SOS που ανέφεραν έμφυλη βία. Η απομόνωση, η περιορισμένη μετακίνηση και η παραμονή στο σπίτι για πολλές ώρες ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στη μεγαλύτερη έκθεση των γυναικών και των παιδιών σε βίαιες συμπεριφορές. Σε αυτές τις παραμέτρους αξίζει να προστεθεί το αυξημένο στρες των οικογενειών στη διάρκεια της παρούσας κρίσης, που συνδέεται με: τη διαφύλαξη της υγείας των μελών τους, την οικονομική δυσπραγία και ανασφάλεια λόγω αναστολών εργασίας ή απολύσεων, τις αλλαγές στη λειτουργία των σχολείων και στη διαδικασία της διδασκαλίας των παιδιών, που απαιτούσε αντίστοιχες τροποποιήσεις του προγράμματος των γονέων, και τις απώλειες ελευθεριών και προνομίων που ήταν δεδομένα μέχρι πρότινος. Η πανδημία με τις επακόλουθες συνέπειές της αύξησε την πίεση σε όλα τα νοικοκυριά, ενώ έφερε στην επιφάνεια και επιδείνωσε τις παθολογικές πλευρές όσων ήδη δυσλειτουργούσαν».