Το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την ελληνική εθνική ασφάλεια και τη χώρα γενικότερα, τόσο λόγω των τουρκικών ενεργειών, όσο και λόγω του πανδημίας COVID-19, μιας πρωτόγνωρης κρίσης που επηρέασε βαθιά το σύνολο του κρατικού μηχανισμού και της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη.
Η διαχείριση της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής αποτέλεσε –και συνεχίζει να αποτελεί– την κεντρική ενασχόληση του ελληνικού μηχανισμού εθνικής ασφάλειας. Η Ελλάδα επικέντρωσε τις προσπάθειές της σε μια πολιτική «έξυπνης ισχύος», με δύο βασικούς άξονες: α) εσωτερική ενδυνάμωση, με στόχο την αύξηση της αποτρεπτικής της ικανότητας, β) εξωτερική εξισορρόπηση, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των σημαντικών δρώντων. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η αποτελεσματική διαχείριση των διμερών σχέσεων με την Τουρκία προϋποθέτει τη διατήρηση μιας ικανοποιητικής ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων. Η Ελλάδα θα ήθελε να αποφύγει πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση λόγω νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Αισθάνεται όμως υποχρεωμένη να το κάνει και θα το πράξει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο.
Την περυσινή χρονιά έγινε μια συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης των συνεπειών της μακρόχρονης παραμέλησης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ) (σε μεγάλο βαθμό λόγω μνημονίων), χωρίς ταυτόχρονα να προκληθεί ανήκεστος βλάβη στην ελληνική οικονομία. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα προγράμματα: αγορά 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale, που θα δώσουν ένα σημαντικό ποιοτικό πλεονέκτημα στην Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.)· προμήθεια τεσσάρων ελικοπτέρων ΜΗ-60 ROMEO (και επιπλέον τριών στο εγγύς μέλλον), του κορυφαίου ελικοπτέρου ανθυποβρυχιακού πολέμου· απόκτηση ικανού αριθμού τορπιλών για τα υποβρύχια Τύπου 214· αναβάθμιση αεροπλάνων F-16 block 50· απόκτηση σημαντικού αριθμού τροχοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων Μ1117· μίσθωση UAVs τύπου Heron από το Ισραήλ· ενεργοποίηση πολλών τύπων αεροσκαφών, που ήταν καθηλωμένα για πολλά χρόνια λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και εν γένει υποστήριξης.
Οσον αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), στόχος είναι –ιδανικά με τη μορφή «πακέτου»– η απόκτηση τεσσάρων νέων Φρεγατών Πολλαπλού Ρόλου, η αναβάθμιση των τεσσάρων Φ/Γ ΜΕΚΟ, μια ενδιάμεση λύση με παραχώρηση δύο Φ/Γ, ενώ στα κριτήρια επιλογής περιλαμβάνεται το κόστος, τα τεχνικά χαρακτηριστικά, η εγχώρια προστιθέμενη αξία, και ναυπήγηση πλοίων σε ελληνικό ναυπηγείο (εφόσον λειτουργεί). Επιθυμητή είναι η ομοιοτυπία συστημάτων νέων Φ/Γ και Φ/Γ ΜΕΚΟ. Η διαφαινόμενη μείωση του κόστους και η γενικότερη βελτίωση των προσφορών δικαιώνουν την απόφαση για μικρή καθυστέρηση στην υλοποίηση αυτού του κομβικής σημασίας προγράμματος.
Θα πρέπει να σημειωθούν ακόμη η αύξηση του αριθμού εισακτέων κατά 60% σε σχέση με το προηγούμενο έτος στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων· η αναγγελία πρόσληψης σημαντικού αριθμού επαγγελματιών οπλιτών· η δημιουργία διεθνούς εκπαιδευτικού κέντρου πτήσεων στην Καλαμάτα μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης· η ιδιωτικοποίηση της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ), στο πλαίσιο της προσπάθειας εξυγίανσης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Τέλος, αυξήθηκε η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας.
Οσον αφορά στην εξωτερική εξισορρόπηση, κεντρική επιδίωξη αποτέλεσε η ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της χώρας, καθώς επίσης και η αύξηση του ειδικού βάρους εντός της Ε.Ε. Στόχος ήταν να είμαστε ενεργοί παίκτες σε όλα τα επίπεδα μέσα στην Ε.Ε. και να αξιοποιήσουμε διάφορα εργαλεία και πολιτικές, προσπάθεια που στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία αν δει κανείς την εξασφάλιση συνολικού ποσού 72 δισ. ευρώ από τα Ταμεία Συνοχής και Ανάκαμψης και την ελληνική συμμετοχή σε προσπάθειες για αύξηση του περιφερειακού και παγκόσμιου ρόλου της Ε.Ε., τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση της πράσινης οικονομίας, καθώς και την ευρωπαϊκή διαχείριση της πανδημίας COVID-19. Τέλος, επιτεύχθηκε ο επιμέρους στόχος της ένταξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο ευρύτερο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων, όπως καταγράφεται και στις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ωστόσο, εύκολα ξεχνιέται το γεγονός ότι η χώρα μας έχει και άλλα σημαντικά ανοικτά «μέτωπα» εντός Ε.Ε. (οικονομική ανάκαμψη και διαχείριση προσφυγικού/μεταναστευτικού), τα οποία περιορίζουν το εύρος επιλογών και κινήσεων σε άλλους τομείς. Παρατηρείται και μια συστηματική δυσκολία κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της Ε.Ε. με αποτέλεσμα τη δημιουργία υπερβολικά υψηλών προσδοκιών, δεδομένου ότι τα κράτη αποφασίζουν με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντά τους.
Επιδιώχθηκε η περαιτέρω εμβάθυνση περιφερειακών συμμαχιών, ενώ κατεγράφησαν σημαντικές επιτυχίες στον τομέα της οριοθέτησης ΑΟΖ με την υπογραφή συμφωνιών με την Ιταλία και την Αίγυπτο, καθώς και επί της αρχής συμφωνία με την Αλβανία για προσφυγή στη Χάγη, με στόχο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα προχώρησε στο κλείσιμο κόλπων και στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο, μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο, εξασκώντας το δικαίωμα που της αναγνωρίζεται από το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και διατηρώντας την επιλογή χρόνου και τρόπου για άλλες κινήσεις.
Στο πλαίσιο της –ιδιαίτερα επιθυμητής– συνέχειας στην εξωτερική πολιτική, δόθηκε έμφαση στην περαιτέρω εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Εγιναν, επίσης, σημαντικά ανοίγματα προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τα οποία υπογράφηκε Κοινή Διακήρυξη Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης και Συμφωνία Κοινής Συνεργασίας στην Εξωτερική Πολιτική και Αμυνα, και τη Σαουδική Αραβία. Πρόθεση της χώρας μας είναι η διεύρυνση των τριμερών συνεργασιών με τη συμπερίληψη μιας σημαντικής μεγάλης δύναμης, της Ινδίας, και η δημιουργία στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή ενός δικτύου συνεργαζόμενων κρατών με κοινό στόχο την αύξηση της περιφερειακής σταθερότητας. Τέλος, με την επίσκεψη Λαβρόφ έγινε μια προσπάθεια βελτίωσης των ελληνορωσικών σχέσεων, προσπάθεια που θα συνεχιστεί, καθώς η Ελλάδα επιθυμεί να διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις σημαντικές δυνάμεις στην παγκόσμια σκακιέρα.
Οσον αφορά στην επιτήρηση των χερσαίων συνόρων, μετά την ολιστική αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων στον Εβρο και τη μετατροπή του προβλήματος από διμερές σε ζήτημα Ε.Ε. – Τουρκίας, κατασκευάζεται νέος φράχτης στην περιοχή του Εβρου, συνολικού μήκους 25 χλμ., επιπλέον του ήδη υφισταμένου, ο οποίος και αυτός ενισχύεται όπου απαιτείται. Η ολοκλήρωση των εργασιών του συνόλου του έργου αναμένεται εντός του πρώτου τετραμήνου του 2021.
Σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα, διενεργήθηκε διαγωνισμός για την ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης. Η τοποθέτηση των πρώτων σταθμών επιτήρησης αναμένεται εντός του 2023. Επιπλέον, για τις ανάγκες του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, δρομολογήθηκε η προμήθεια σημαντικού αριθμού περιπολικών πλοίων και σκαφών. Ως αποτέλεσμα των μέτρων φύλαξης θαλασσίων και χερσαίων συνόρων, παρατηρήθηκε το 2020 μείωση της τάξης του 84% στις μεταναστευτικές ροές.
Στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας, αναφορά θα πρέπει να γίνει, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα: νέος σχεδιασμός εμφανούς αστυνόμευσης και ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας· εξοπλιστικό πρόγραμμα –έπειτα από χρόνια– για την ΕΛ.ΑΣ.· πρόγραμμα ήπιας αστυνόμευσης με έμφαση στις πεζές περιπολίες και στη συνεργασία με άλλους φορείς, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, για την πρόληψη και αντιμετώπιση της παραβατικότητας· προσλήψεις συνοριοφυλάκων· αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση συστήματος εθελοντισμού πολιτικής προστασίας, αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος και πλήρης ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Αριθμού Εκτακτης Ανάγκης «112»· αλλαγές στο σωφρονιστικό σύστημα και δημιουργία νέων Καταστημάτων Κράτησης.
Στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, κομβικού τμήματος της αρχιτεκτονικής εθνικής ασφαλείας κάθε οργανωμένου κράτους, προωθήθηκε ένας ευρύς θεσμικός και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, με έμφαση στην ανασυγκρότηση των επιχειρησιακών διευθύνσεων της Υπηρεσίας, καθώς και στη συμβολή στην αντιμετώπιση απειλών στον τομέα της κυβερνοασφάλειας. Τέλος, προχωράει η ετοιμασία θεσμικών κειμένων, καθώς έχει ολοκληρωθεί η εθνική στρατηγική κυβερνοασφάλειας και βρίσκονται στο στάδιο της ετοιμασίας η στρατηγική εθνικής ασφάλειας και η στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας. Παράλληλα, προχώρησε η υλοποίηση του οδικού χάρτη για τη θεσμοθέτηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Συνολικά, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο απολογισμός είναι ιδιαίτερα θετικός, καθώς σε ενάμιση περίπου χρόνο κυβερνητικής θητείας έγιναν περισσότερα από όσα είχαν γίνει σε μια δεκαετία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν.
Οι προτεραιότητες για το 2021
Ενα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο των ημετέρων πόρων θα συνεχίσει αναπόφευκτα να αφιερώνεται στη διαχείριση της τουρκικής πρόκλησης. Θα πρέπει, ωστόσο, να αποφύγουμε την «παγίδα» μιας μονοδιάστατης και μονοθεματικής εξωτερικής πολιτικής. Βασικό μας στόχο θα συνεχίσει να αποτελεί η αύξηση της γεωπολιτικής αξίας και η συσσώρευση διπλωματικού κεφαλαίου για τη χώρα. Για τον σκοπό αυτό, απαιτείται:
• Πολιτική πρωτοβουλιών και ενεργού εμπλοκής σε πλειάδα θεμάτων εντός της Ε.Ε., σε μια προσπάθεια αύξησης του ελληνικού ειδικού βάρους. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στη Γαλλία, έναν παραδοσιακό σύμμαχο και φίλο της χώρας μας, με την οποία θα συνεχίσουμε την οικοδόμηση μιας στρατηγικής σχέσης, αλλά και τη Γερμανία με την οποία τα συμφέροντα στο ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της ευρωπαϊκής διαχείρισης των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό.
• Παράλληλα, και παρά τα όποια προβλήματα, οφείλουμε να είμαστε ενεργοί και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
• Οικοδόμηση μιας ακόμη στενότερης στρατηγικής σχέσης με τη νέα αμερικανική διοίκηση και διαπραγμάτευση της νέας ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA).
• Περαιτέρω εδραίωση ελληνικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή.
Οσον αφορά στην περαιτέρω αύξηση της αποτρεπτικής ικανότητας, στις προτεραιότητες περιλαμβάνονται: η αύξηση της διαθεσιμότητας οπλικών συστημάτων· η εξυγίανση της αμυντικής βιομηχανίας (ΕΑΒ, ναυπηγεία)· η ταχεία επένδυση σε νέες τεχνολογίες (συμπεριλαμβανομένων UAVs & anti-drone systems, με ανάπτυξη εθνικής ικανότητας) και λύσεις χαμηλού κόστους-υψηλής αποτρεπτικής ικανότητας· η εμπέδωση του ολιστικού τρόπου δράσης (whole-of-government-approach) που εφαρμόστηκε στην κρίση του Εβρου· η βέλτιστη διαχείριση του προσωπικού και των οπλικών συστημάτων, καθώς η τρέχουσα κατάσταση θα είναι πιθανόν μακράς διάρκειας.
Οσον αφορά στις σχέσεις με την Τουρκία, θα συνεχιστεί η προσπάθεια αποτροπής οποιασδήποτε προσπάθειας αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας, αλλά και επιδίωξης της αποκλιμάκωσης και της συνεννόησης. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο επιλογές: μια σχέση βασισμένη σε μια θετική ατζέντα, με συνεργασία σε ορισμένους τομείς και [ειρηνική] διαφωνία στους υπόλοιπους αν δεν είναι εφικτή η πλήρης ομαλοποίηση των σχέσεων στη βάση του διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας ή ένας ψυχρός πόλεμος, όπου ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος μιας θερμής κρίσης. Η Ελλάδα προτιμάει ασφαλώς την πρώτη, αλλά είναι προετοιμασμένη και για τη δεύτερη.
Αύριο θα επανεκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές, με στόχο τη διερεύνηση προθέσεων και όχι τη διαπραγμάτευση. Οι προσδοκίες για επίτευξη ουσιαστικής προόδου οφείλουν να είναι περιορισμένες, λόγω των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στη γείτονα από το 2016 και το ξεδίπλωμα της αναθεωρητικής της ατζέντας. Η Αγκυρα δεν αποκλείεται να επιδιώξει να θέσει ζητήματα τα οποία η σημερινή κυβέρνηση –και καμία ελληνική κυβέρνηση– δεν είναι διατεθειμένη να διαπραγματευθεί ή να θέσει υπό την κρίση ενός διεθνούς δικαστηρίου, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου (ζήτημα εξόχως προσχηματικό για την Αγκυρα), η κυριαρχία επί νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης (για τη βελτίωση της οικονομικο-κοινωνικής κατάστασης της περιοχής θα εκδηλωθούν συντόμως πρωτοβουλίες από το ελληνικό κράτος) ή οποιαδήποτε συζήτηση για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη πραγματοποίησης των επαφών, καθώς αποτελούν το πλαίσιο για τη διερεύνηση, άτυπα και μη δεσμευτικά, των πραγματικών προθέσεων της άλλης πλευράς και δίνουν τη δυνατότητα για αναζήτηση συγκλίσεων. Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αποφεύγει ή να φοβάται τον διάλογο, ενώ ταυτόχρονα έχει κάθε δικαίωμα να μην τον αποδέχεται υπό το κράτος απειλών και προκλήσεων. Αλλωστε, στη διπλωματική πρακτική η ατζέντα είναι πάντοτε προϊόν συμφωνίας των δύο πλευρών και δεν επιβάλλεται μονομερώς.
Το 2021 θα είναι μια ακόμη δύσκολη χρονιά, με υψηλή αβεβαιότητα, ρευστότητα και πιθανότητα δομικών αλλαγών σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Η αποτροπή των απειλών και η εκμετάλλευση των ευκαιριών θα απαιτήσουν γρήγορα αντανακλαστικά, αποτελεσματικό μηχανισμό στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων, που αποτελούν ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς και τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, που αποτελεί υποχρέωση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας.
* O κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού.