Εγώ, λοιπόν, ποτέ δεν έβαλα κανένα πλάνο, “Θα παίζω μόνο μοντέρνο ρεπερτόριο”, ή “Θα παίζω μόνο φάρσες ή επιθεώρηση”. Όλα τα είδη τα έχω παίξει, όλα τα είδη τα υπηρέτησα μπορώ να πω. Αν σκεφτείτε πως έφτασα και μέχρι την Επίδαυρο, αντιλαμβάνεστε τι άλματα έχω κάνει». Με αυτά τα λόγια ο ίδιος ο Μίμης Χρυσομάλλης είχε περιγράψει την πορεία του στο χώρο της υποκριτικής. Τον οποίο υπηρέτησε επί 5 ολόκληρες δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι έφυγε πολύ νέος από τη ζωή.
Το ημερολόγιο έγραφε 12 Νοεμβρίου 2004 όταν συνέβη το μοιραίο. Εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα. Τίποτε δεν προμήνυε το κακό που θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Ο Μιμάκος, όπως τον έλεγαν οι δικοί του άνθρωποι, είχε πάει στο θέατρο «Μουσούρη». Εκεί θα έβλεπε τον Πέτρο Φιλιππίδη, λίγο πριν μεταβεί στο θέατρο «Βασιλάκου», όπου έπαιζε ο ίδιος. Βρισκόταν στα καμαρίνια όταν ένιωσε έντονη δυσφορία, συνοδευόμενη από πόνους στο στήθος. Η καρδιά του τον είχε προδώσει… Και παρά τις προσπάθειες των γιατρών στο Γενικό Κρατικό, άφησε την τελευταία πνοή του.
Τρεις ημέρες αργότερα σύσσωμος ο θεατρικός κόσμος αποχαιρετούσε τον τζέντλεμαν του χώρου, με τον καλό του φίλο και συνάδελφο, Γιώργο Μιχαλακόπουλο, να εκφωνεί τον επικήδειο στο τελευταίο «αντίο». «Μιμάκο, οι φίλοι και οι ομότεχνοί σου που σ’ αγαπούν ξέρουν πως δεν σ’ αρέσουν οι λόγοι και οι επικήδειοι. Όμως, πρέπει να σε αποχαιρετίσουμε.
Σ’ ευχαριστούμε, φίλε, για τα πλούτη που μας άφησες, το ήθος, το μέτρο, τη διακριτικότητα και το μοναδικό σου ταλέντο. Μιμάκο, στην τελευταία σου αυλαία μας την έσκασες, την κοπάνησες, πέταξες ελεύθερος αγαπημένε. Κι άφησες εμάς εγκλωβισμένους στο σανίδι, με τα φτιασίδια και τις ανασφάλειές μας να σε θυμόμαστε».
Έχει χώρο στην τηλεόραση ο Νίκος Μουτσινάς τελικά;
Ο χώρος της Τέχνης έξαφνα είχε γίνει πολύ πιο φτωχός, χάνοντας έναν γνήσιο εργάτη του. Έναν καλλιτέχνη για τον οποίο δύσκολα θα έβρισκες κάποιον να πει άσχημο λόγο σε βάρος του. Έναν άνθρωπο με πλούσιο ταλέντο, παιδεία και εσωτερική ευγένεια.
Για τον Μίμη Χρυσομάλλη όλα είχαν αρχίσει από την ηλικία των 13 ετών. Γεννημένος το 1938 στην Αθήνα, ήταν ένα από τα παιδιά-θαύματα που εμφανίστηκαν στο θέατρο «Άλσος» του Γιώργου Οικονομίδη. Διαθέτοντας και πολύ καλή φωνή, διακρίθηκε αμέσως, πριν επιχειρήσει στροφή 180 μοιρών στην καριέρα του.
Μερικά χρόνια αργότερα έγινε δεκτός στη Σχολή του Καρόλου Κουν. Στο Θέατρο Τέχνης και υπό την καθοδήγηση του μεγάλου δασκάλου, σχηματοποιήθηκε ακόμη πιο έντονα στον ηθοποιό που θα γινόταν στη συνέχεια.
Η πρώτη επαγγελματική εμφάνισή του στο θέατρο θα έρθει το 1963. Στα 25 χρόνια του θα αρπάξει την ευκαιρία που θα του δώσει η Έλσα Βεργή με το «Μπαλκόνι» του Ανούιγ. Ακολούθησε «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας. Ουσιαστικά με αυτά τα δύο έργα εγκαινίασε μια σειρά συνεργασιών με μεγάλους θιάσους και ηθοποιούς, οι οποίες κράτησαν πάνω από 40 χρόνια.
Έγινε γνωστός από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση
Παρά τις δεκάδες εμφανίσεις του στο θέατρο και την τρομερή ευχέρειά του να περνά από είδος σε είδος, ευρέως γνωστός έγινε από τον κινηματογράφο. Το ντεμπούτο του καταγράφεται στο φιλμ «Συννεφιασμένοι ορίζοντες» του 1968, αλλά η επιτυχία για αυτόν θα έρθει σχεδόν μια δεκαετία αργότερα.
Πρωταγωνιστεί στην ταινία «Το βαρύ πεπόνι» του Παύλου Τάσιου το 1977 και μάλιστα κερδίζει το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του.
Αργότερα έρχονται και άλλες πολύ σημαντικές συμμετοχές σε φιλμ όπως «Άρπα Colla» του Νίκου Περράκη το 1982, «Βαριετέ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου την ίδια χρονιά αλλά και το «Safe Sex» των Ρέππα – Παπαθανασίου το 1999, το «Ένας κι ένας» του Νίκου Ζαπατίνα στις αρχές του 2000 και το «Κλάμα βγήκε από τον παράδεισο» το 2001.
Παράλληλα είχε έντονη παρουσία και στην τηλεόραση. Ξεκινώντας από το μακρινό 1976 και την τότε ΥΕΝΝΕΔ με το έργο «Το ταξίδι» και φτάνοντας μέχρι τον θάνατό του το 2004. Η τελευταία συμμετοχή του ήταν και πάλι στην κρατική τηλεόραση, στο ίδιο κανάλι που πλέον λεγόταν ΝΕΤ, με το σίριαλ «Λίστα γάμου».
Κεφάλαιο «Ελεύθερο» -και όχι μόνο- Θέατρο
Ιδιαίτερα σημαντικό και ξεχωριστό κεφάλαιο για τον ίδιο και την πορεία του υπήρξε το «Ελεύθερο Θέατρο» που αργότερα μετονομάστηκε σε «Ελεύθερη Σκηνή». Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εν μέσω χούντας, η καλλιτεχνική Αθήνα γίνεται κοινωνός ενός νέου καλλιτεχνικού ρεύματος το οποίο έγραψε την δική του ιστορία.
Παράλληλα ο Μίμης Χρυσομάλλης συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους ακόμα, δίχως να φοβάται να μεταπηδήσει από το ένα είδος στο άλλο. Ενδεικτικά αναφέρουμε αυτόν της Τζένης Καρέζη, των Αλέξη Μινωτή-Κατίνας Παξινού, το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη και πολλά ακόμα.
Από το 1965 έως το 1985 ήταν παντρεμένος με την σύζυγό του, Μαρία, με την οποία έφεραν στον κόσμο έναν γιο. Από το 1986 μέχρι και τον θάνατό του, ήταν ζευγάρι με την Ελένη Κρίτα.