Αυστριακός κόλλησε υπεργονόρροια, από ιερόδουλη στην Καμπότζη με το νέο στέλεχος να φαίνεται ότι είναι μη θεραπεύσιμο
Ένα νέο στέλεχος γονόρροιας, η υπεργονόρροια, θα μπορούσε να καταστήσει τη σεξουαλικά μεταδιδόμενη νόσο «μείζονα παγκόσμια απειλή» καθώς θα καταστεί μη θεραπεύσιμη, προειδοποιούν γιατροί.
Το πρώτο κρούσμα έγινε γνωστό στην ιατρική κοινότητα όταν ένας Αυστριακός κόλλησε γονόρροια, από ιερόδουλη στην Καμπότζη.
Ο άγνωστος άνδρας, περίπου 50 ετών, έκανε σεξ χωρίς προστασία ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Καμπότζη τον Απρίλιο. Πέντε μέρες αργότερα, όταν επέστρεψε στο σπίτι του, ένιωσε πόνο κατά την ούρηση και έκκριμα από το πέος του. Οι ιατρικές εξετάσεις έδειξαν ότι είχε γονόρροια και του χορηγήθηκαν τα προβλεπόμενα αντιβιοτικά. Ενώ τα φάρμακα εξαφάνισαν τα συμπτώματά του, ο άνδρας παρέμεινε θετικός – πράγμα που σήμαινε ότι η θεραπεία είχε αποτύχει.
Οι γιατροί χαρακτήρισαν το στέλεχος αυτό «εκτεταμένα ανθεκτικό στα φάρμακα» και διαφορετικό από αυτά που είχαν δει στο παρελθόν. Προειδοποίησαν ότι θα μπορούσε να καταστήσει ουσιαστικά τη γονόρροια μη θεραπεύσιμη, εάν το στέλεχος εξαπλωθεί.
Η επικεφαλής της ομάδας που έκανε την έκθεση, Δρ Sonja Pleininger της Αυστριακής Υπηρεσίας για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, προειδοποίησε ότι τέτοια στελέχη «αποτελούν σημαντική παγκόσμια απειλή για τη δημόσια υγεία». «Εάν τέτοια στελέχη καταφέρουν να δημιουργήσουν πολλές περιπτώσεις γονόρροιας μπορεί να γίνουν μη θεραπεύσιμες» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι λαμβάνουν χώρα περίπου 62 εκατομμύρια περιπτώσεις λοίμωξης από γονόρροια κάθε χρόνο. Το 2010 προκάλεσε περίπου 900 θανάτους, σε σχέση με τους 1.100 το 1990. Στις Η.Π.Α. το κέντρο ελέγχου νοσημάτων υπολογίζει ότι κάθε χρόνο λαμβάνουν χώρα 820.000 νέα περιστατικά, από τα οποία 570.000 στις ηλικίες 15 με 24. Το 2011, καταγράφηκαν στις ΗΠΑ 321.849 περιστατικά. Είναι το δεύτερο συχνότερο βακτηριακό σεξουαλικώς μεταδιδομένο νόσημα μετά τα χλαμύδια. Μετά την επιβολή προγράμματος ελέγχου της γονόρροιας την δεκαετία του 1970, η επίπτωση γονόρροιας μειώθηκε κατά 74% (περίοδος 1974-1997).