Για τα δεδομένα που ισχύουν σχετικά με το εμβόλιο της γρίπης εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και για την τωρινή επιδημιολογική εικόνα, μίλησε στον ΣΚΑΪ ο καθηγητής εντατικής θεραπείας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος.
Όπως τόνισε ο κ. Βασιλακόπουλος, φέτος, λόγω του ανοίγματος της κοινωνίας, είναι αναγκαίο να γίνει εμβολιασμός κατά της γρίπης, ιδίως από όσους δεν το πραγματοποίησαν πέρυσι.
Εξήγησε πως την προηγούμενη χρονιά δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη λόγω των περιοριστικών μέτρων που ίσχυαν κατά της πανδημίας, αλλά και χάρη στα 4 εκατ. εμβόλια που έγιναν κατά της γρίπης. “Επειδή δεν υπήρχε γρίπη πέρυσι δεν υπήρχαν και άτομα με φυσική ανοσία στη γρίπη, μόνο στους εμβολιασμένους υπήρχαν ποσοστά ανοσίας”, είπε ο καθηγητής.
Σχετικά με το συνδυασμό της 3ης εμβολιαστικής δόσης κατά του κορονοϊού και το εμβόλιο γρίπης, ο καθηγητής επισήμανε πως δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος να χορηγηθούν και τα δύο ταυτόχρονα, ωστόσο συμβουλεύει να υπάρχει κάποια χρονική απόσταση μεταξύ των εμβολίων.
“Ιατρικά μπορεί να συμβεί, απλά όταν εμβολιάζω προσπάθω να διεγείρω το ανοσοποιητικό προς μια κατεύθυνση , δεν έχει νόημα να το διεγείρω ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις. Κανείς δεν θα πάθει τίποτα αν τα κάνει ταυτόχρονα. Καλό θα ήταν όμως να γίνουν με απόσταση 15 ημερών”.
Αναφορικά με την διενέργεια τεστ αντισωμάτων στην οποία προβαίνουν αρκετοί για να μετρήσουν το ποσοστό ανοσίας τους , ο κ. Βασιλακόπουλος διευκρίνισε πως δεν χρειάζεται να μετράμε αντισώματα, καθώς ελάχιστα από αυτά μπορούν να μας δείξουν ποια εμποδίζουν την είσοδο του ιού στον οργανισμό και δεν μετράται η κυτταρική ανοσία. “Δεν έχει δοθεί τέτοια οδηγία γιατί δεν είναι χρήσιμη”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας την εικόνα που παρουσιάζει η πανδημία στη χώρα μας, τόνισε πως ο αριθμός των νεκρών παραμένει σε υψηλά επίπεδα αλλά οι διασωληνωμένοι μειώνονται και αυτό σημαίνει ότι κάποιοι χάνουν την μάχη με τον ιό. “Βλέπουμε όμως ότι οι μονάδες δεν ανατροφοδοτούνται με ασθενείς”, πρόσθεσε.
Σε κάθε περίπτωση επισήμανε ότι η πανδημία βρίσκεται σε ύφεση αλλά να μην ευφησυχάζουμε, καθώς υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος όσο η θερμοκρασία κατεβαίνει.